Ο ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΠΑΡΙΟΣ
τοῦ Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτου τοῦ Οἰκουμ. Θρόνου
π. Γεωργίου Λιαδῆ
Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος γεννήθηκε, πιθανῶς τό 1722, στό χωριό Κῶστος τῆς Πάρου, ὅπου σώζεται καί τό πατρικό του σπίτι μέχρι σήμερα. Ὁ πατέρας του λεγόταν Ἀπόστολος Τούλιος καί καταγόταν ἀπό τή Σίφνο. Ἡ μητέρα του ἦταν ἀπό τήν Πάρο. Τά πρῶτα γράμματα τά ἔμαθε στή γενέτειρά του. Τό 1745 ἔρχεται στή Σμύρνη, γιά νά ἐπεκτείνη τίς σπουδές του καί νά συμπληρώση τίς γνώσεις του στήν περίφημη Εὐαγγελική Σχολή. Ὁ Ἀθανάσιος, ὅμως, εἶναι ἕνα ἀκόρεστο πνεῦμα.
Γι’ αὐτό, μετά ἀπό ἑπτά ἔτη σπουδῶν, ἐκεῖ, ἀναχωρεῖ γιά τό Ἅγιο Ὄρος, ὅπου ἐγγράφεται στήν Ἀθωνιάδα Σχολή, τήν ὁποία διευθύνει ὁ εὐρυμαθής μοναχός Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης (ὁ ἐξ Ἑβραίων). Ὁ Νεόφυτος, ἀργότερα, δίδαξε καί στή Σχολή τῆς Χίου καί εἶχε μαθητές τόν Ἅγιο Νικηφόρο καί τούς Ἱερομάρτυρες καί Ἐθνομάρτυρες Μητροπολίτες Χίου Πλάτωνα καί Ἀδριανουπόλεως Δωρόθεο Πρώϊο. Μετά τό Νεόφυτο, διευθυντής στήν Ἀθωνιάδα ἔγινε «ὁ κάτοχος πάσης γνώσεως καί σοφίας» Εὐγένιος ὁ Βούλγαρης. Ἐδῶ, ὁ Ἀθανάσιος, μέ πολλή πίεση δέχεται καί Χειροτονεῖται Διάκονος. Προσκαλεῖται κατόπιν στή Θεσσαλονίκη καί ἀναλαμβάνει τή διεύθυνση τῆς ἐκεῖ Σχολῆς, μέχρι τό 1762. Ἔπειτα, ἔρχεται στήν Κέρκυρα καί μαθητεύει κοντά στό μεγάλο δάσκαλο τοῦ Γένους Νικηφόρο Θεοτόκη. Ἀπό τήν Κέρκυρα πάει στό Μεσολόγγι, σάν «συνδιδάσκαλος» στήν Παλαμαία Σχολή καί Ἱεροκήρυκας τοῦ τόπου. Τό 1771 ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τόν καλεῖ στό Ἅγιον Ὄρος καί τοῦ άναθέτει τή διεύθυνση τῆς Ἀθωνιάδας Σχολῆς. Ὁ Ἀθανάσιος ὑπακούει καί σχολαρχεῖ ἐπί ἕξι χρόνια. Ἐκεῖ Χειροτονεῖται Πρεσβύτερος ἀπό τόν Ἅγιο Μακάριο τόν Νοταρᾶ, μέ τόν ὁποῖο συνδέθηκε πνευματικά καί ἄρχισαν μαζί μέ τόν Ἅγιον Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη καί ἄλλους πνευματικούς κάι λογίους Μοναχούς τοῦς ἀγῶνες γιά τήν πνευματική ἀναγέννηση τῶν ὑποδούλων Ἑλλήνων. Οἱ ἀγῶνες αὐτοί, γνωστοί μέ τό ὄνομα «Κίνημα τῶν Κολλυβάδων», συνεχίστηκαν στή Χίο, ὅπου ὁ μέν Μακάριος εἶχε ἐγκατασταθεῖ μόνιμα πιά, ὁ δέ Ἀθανάσιος, τό 1786, περνάει ἀπό τή Χίο μέ προορισμό τήν πατρίδα του, ἀλλά, λόγῳ τῶν Ρωσοτουρκικῶν γεγονότων, ἀναγκάζεται νά παραμείνη ἐδῶ μέχρι τό θάνατό του, πού συνέβη στίς 24 Ἰουνίου 1813.
Ἡ ὅλη πολιτεία καί ὁ βίος τοῦ Ἀθανασίου ἀποδεικνύουν τήν ἁγιότητά του. Λιτοδίαιτος καί ἀσκητικώτατος, ἐλεήμων σέ σημεῖο πατερικῆς περιωπῆς (δέν ἔπρεπε - ἔλεγε - ὁ νέος χρόνος νά τόν βρῆ μέ χρήματα), διένειμε τόν μισθό του στούς ἔχοντες ἀνάγκη. Ταπεινός, χωρίς νά ὑπερηφανεύεται ποτέ γιά τήν πολυμάθειά του, ἀναγνωρίζοντας τίς ἐλλείψεις του, ἀπέρριψε τήν πρόταση τῆς Ἐκκλησίας νά γίνη Ἐπίσκοπος – παρά τόν μεγάλο σεβασμό καί πρός τήν Ἐκκλησία κάι πρός τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα – γιατί προτίμησε τό ἔργο τῆς ἀθόρυβης προσφορᾶς. Ἀνεξίκακος, δέν μνησικακεῖ, ὅταν ἡ βρωμερή συκοφαντία τῶν ἀντιπάλων του, γιά δῆθεν διδασκόμενες κακοδοξίες, κατάφερε νά ἐπιτύχη τήν καθαίρεσή του ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Ἀρκέσθηκε μόνο στό δικαίωμα πού ἔχει κάθε χριστιανός - ἄν τό θέλη – νά ἀπολογῆται ὑπερασπιζόμενος τόν ἑαυτό του καί τό δίκαιό του. Καί ὅταν, ἀργότερα, ἡ ἀλήθεια διέλαμψε καί, μετά τήν πανηγυρική ἀθώωσή του ἀπό τό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο, μάλιστα, ἀναγνωρίζοντας τήν ἀξία του, τόν ἐχρησιμοποίησε, πολλές φορές, ντροπιάστηκαν οἱ ἐχθροί του, ποτέ δέν θέλησε νά τούς ἐκδικηθῆ. Ἐκοιμήθη ἐν μέσῳ τῆς πνευματικῆς συντροφιᾶς, στήν ὁποία καί ὁ ἴδιος ἀνῆκε, πρωτοστατώντας, δεχόμενος τίς ἰδιαίτερες περιποιήσεις τοῦ ἀγαπημένου του μαθητῆ Ἁγίου Νικηφόρου, ὁ ὁποῖος, ἐκτός τῶν ἄλλων, τόν ἐτίμησε ἐκδίδοντας τό 1819 τό «Νέον Λειμωνάριον», τό ὁποῖον συνέταξε μαζί μέ τόν Ἅγιο Μακάριο, ἔγραψε δέ καί ἐπιγράμματα, στά ὁποῖα ἐξυμνεῖ τά προσόντα, τίς ἀρετές καί τήν ὅλη προσφορά του.
Ἡ Χίος καυχᾶται, ἰδιαίτερα, γιατί ὑπῆρξε, χωρίς ἀμφιβολία, ἡ δεύτερη πατρίδα τοῦ Ἁγίου, ἔγινε ἡ κονίστρα μεγάλων πνευματικῶν του ἀγώνων καί δέχτηκε τήν εὐεργετική ἐπίδραση τῆς ἁγιότητάς του. Σήμερα τόν τιμᾶ, προσκυνώντας τά τίμια Λείψανά του, - ὅσα διασώθηκαν ἀπό τήν τρομερή λαίλαπα τοῦ 1822,- εὐλαβεῖται τόν τάφο του καί πανηγυρίζει τή μνήμη του. Ἡ πρώτη πανηγυρική Θεία Λειτουργία τελέστηκε τό ἔτος 1995, τήν ἡμέρα τῆς μνήμης του, στόν Ἅγιο Γεώργιο τοῦ Ρεστά, τῆς Συντεχνίας τῶν Βυρσοδεψῶν, Χοροστατοῦντος τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κ. κ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, ὁ ὁποῖος καί ἀνέγνωσε, πρό τοῦ τάφου του, τήν Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, γιά τήν ἐπίσημη ἁγιοκατάταξη τοῦ Ὁσίου Ἱερομονάχου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου καί ἐπικαλέστηκε τίς πρός τόν Θεό πρεσβεῖες του γιά ὅλο τό λαό τοῦ Θεοῦ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'
Χαίρει ἔχουσα ἡ νῆσος Πάρος
γόνον ἔκλαμπρον, νῆσος δέ Χίος
ὑποφήτην τε καί μέγαν διδάσκαλον,
Ἑλλάς δέ πᾶσα φωστῆρα τρισμέγιστον,
ἡ Ἐκκλησία προπύργιον ἄσειστον,
Πάριε ἔνδοξε, σοφέ Ἀθανάσιε,
Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε
στερρούς τῇ πίστει κρατῆσαι ἅπαντας.
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ
π. Γεωργίου Λιαδῆ
Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος γεννήθηκε, πιθανῶς τό 1722, στό χωριό Κῶστος τῆς Πάρου, ὅπου σώζεται καί τό πατρικό του σπίτι μέχρι σήμερα. Ὁ πατέρας του λεγόταν Ἀπόστολος Τούλιος καί καταγόταν ἀπό τή Σίφνο. Ἡ μητέρα του ἦταν ἀπό τήν Πάρο. Τά πρῶτα γράμματα τά ἔμαθε στή γενέτειρά του. Τό 1745 ἔρχεται στή Σμύρνη, γιά νά ἐπεκτείνη τίς σπουδές του καί νά συμπληρώση τίς γνώσεις του στήν περίφημη Εὐαγγελική Σχολή. Ὁ Ἀθανάσιος, ὅμως, εἶναι ἕνα ἀκόρεστο πνεῦμα.
Γι’ αὐτό, μετά ἀπό ἑπτά ἔτη σπουδῶν, ἐκεῖ, ἀναχωρεῖ γιά τό Ἅγιο Ὄρος, ὅπου ἐγγράφεται στήν Ἀθωνιάδα Σχολή, τήν ὁποία διευθύνει ὁ εὐρυμαθής μοναχός Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης (ὁ ἐξ Ἑβραίων). Ὁ Νεόφυτος, ἀργότερα, δίδαξε καί στή Σχολή τῆς Χίου καί εἶχε μαθητές τόν Ἅγιο Νικηφόρο καί τούς Ἱερομάρτυρες καί Ἐθνομάρτυρες Μητροπολίτες Χίου Πλάτωνα καί Ἀδριανουπόλεως Δωρόθεο Πρώϊο. Μετά τό Νεόφυτο, διευθυντής στήν Ἀθωνιάδα ἔγινε «ὁ κάτοχος πάσης γνώσεως καί σοφίας» Εὐγένιος ὁ Βούλγαρης. Ἐδῶ, ὁ Ἀθανάσιος, μέ πολλή πίεση δέχεται καί Χειροτονεῖται Διάκονος. Προσκαλεῖται κατόπιν στή Θεσσαλονίκη καί ἀναλαμβάνει τή διεύθυνση τῆς ἐκεῖ Σχολῆς, μέχρι τό 1762. Ἔπειτα, ἔρχεται στήν Κέρκυρα καί μαθητεύει κοντά στό μεγάλο δάσκαλο τοῦ Γένους Νικηφόρο Θεοτόκη. Ἀπό τήν Κέρκυρα πάει στό Μεσολόγγι, σάν «συνδιδάσκαλος» στήν Παλαμαία Σχολή καί Ἱεροκήρυκας τοῦ τόπου. Τό 1771 ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τόν καλεῖ στό Ἅγιον Ὄρος καί τοῦ άναθέτει τή διεύθυνση τῆς Ἀθωνιάδας Σχολῆς. Ὁ Ἀθανάσιος ὑπακούει καί σχολαρχεῖ ἐπί ἕξι χρόνια. Ἐκεῖ Χειροτονεῖται Πρεσβύτερος ἀπό τόν Ἅγιο Μακάριο τόν Νοταρᾶ, μέ τόν ὁποῖο συνδέθηκε πνευματικά καί ἄρχισαν μαζί μέ τόν Ἅγιον Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη καί ἄλλους πνευματικούς κάι λογίους Μοναχούς τοῦς ἀγῶνες γιά τήν πνευματική ἀναγέννηση τῶν ὑποδούλων Ἑλλήνων. Οἱ ἀγῶνες αὐτοί, γνωστοί μέ τό ὄνομα «Κίνημα τῶν Κολλυβάδων», συνεχίστηκαν στή Χίο, ὅπου ὁ μέν Μακάριος εἶχε ἐγκατασταθεῖ μόνιμα πιά, ὁ δέ Ἀθανάσιος, τό 1786, περνάει ἀπό τή Χίο μέ προορισμό τήν πατρίδα του, ἀλλά, λόγῳ τῶν Ρωσοτουρκικῶν γεγονότων, ἀναγκάζεται νά παραμείνη ἐδῶ μέχρι τό θάνατό του, πού συνέβη στίς 24 Ἰουνίου 1813.
Ἡ ὅλη πολιτεία καί ὁ βίος τοῦ Ἀθανασίου ἀποδεικνύουν τήν ἁγιότητά του. Λιτοδίαιτος καί ἀσκητικώτατος, ἐλεήμων σέ σημεῖο πατερικῆς περιωπῆς (δέν ἔπρεπε - ἔλεγε - ὁ νέος χρόνος νά τόν βρῆ μέ χρήματα), διένειμε τόν μισθό του στούς ἔχοντες ἀνάγκη. Ταπεινός, χωρίς νά ὑπερηφανεύεται ποτέ γιά τήν πολυμάθειά του, ἀναγνωρίζοντας τίς ἐλλείψεις του, ἀπέρριψε τήν πρόταση τῆς Ἐκκλησίας νά γίνη Ἐπίσκοπος – παρά τόν μεγάλο σεβασμό καί πρός τήν Ἐκκλησία κάι πρός τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα – γιατί προτίμησε τό ἔργο τῆς ἀθόρυβης προσφορᾶς. Ἀνεξίκακος, δέν μνησικακεῖ, ὅταν ἡ βρωμερή συκοφαντία τῶν ἀντιπάλων του, γιά δῆθεν διδασκόμενες κακοδοξίες, κατάφερε νά ἐπιτύχη τήν καθαίρεσή του ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Ἀρκέσθηκε μόνο στό δικαίωμα πού ἔχει κάθε χριστιανός - ἄν τό θέλη – νά ἀπολογῆται ὑπερασπιζόμενος τόν ἑαυτό του καί τό δίκαιό του. Καί ὅταν, ἀργότερα, ἡ ἀλήθεια διέλαμψε καί, μετά τήν πανηγυρική ἀθώωσή του ἀπό τό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο, μάλιστα, ἀναγνωρίζοντας τήν ἀξία του, τόν ἐχρησιμοποίησε, πολλές φορές, ντροπιάστηκαν οἱ ἐχθροί του, ποτέ δέν θέλησε νά τούς ἐκδικηθῆ. Ἐκοιμήθη ἐν μέσῳ τῆς πνευματικῆς συντροφιᾶς, στήν ὁποία καί ὁ ἴδιος ἀνῆκε, πρωτοστατώντας, δεχόμενος τίς ἰδιαίτερες περιποιήσεις τοῦ ἀγαπημένου του μαθητῆ Ἁγίου Νικηφόρου, ὁ ὁποῖος, ἐκτός τῶν ἄλλων, τόν ἐτίμησε ἐκδίδοντας τό 1819 τό «Νέον Λειμωνάριον», τό ὁποῖον συνέταξε μαζί μέ τόν Ἅγιο Μακάριο, ἔγραψε δέ καί ἐπιγράμματα, στά ὁποῖα ἐξυμνεῖ τά προσόντα, τίς ἀρετές καί τήν ὅλη προσφορά του.
Ἡ Χίος καυχᾶται, ἰδιαίτερα, γιατί ὑπῆρξε, χωρίς ἀμφιβολία, ἡ δεύτερη πατρίδα τοῦ Ἁγίου, ἔγινε ἡ κονίστρα μεγάλων πνευματικῶν του ἀγώνων καί δέχτηκε τήν εὐεργετική ἐπίδραση τῆς ἁγιότητάς του. Σήμερα τόν τιμᾶ, προσκυνώντας τά τίμια Λείψανά του, - ὅσα διασώθηκαν ἀπό τήν τρομερή λαίλαπα τοῦ 1822,- εὐλαβεῖται τόν τάφο του καί πανηγυρίζει τή μνήμη του. Ἡ πρώτη πανηγυρική Θεία Λειτουργία τελέστηκε τό ἔτος 1995, τήν ἡμέρα τῆς μνήμης του, στόν Ἅγιο Γεώργιο τοῦ Ρεστά, τῆς Συντεχνίας τῶν Βυρσοδεψῶν, Χοροστατοῦντος τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κ. κ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, ὁ ὁποῖος καί ἀνέγνωσε, πρό τοῦ τάφου του, τήν Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, γιά τήν ἐπίσημη ἁγιοκατάταξη τοῦ Ὁσίου Ἱερομονάχου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου καί ἐπικαλέστηκε τίς πρός τόν Θεό πρεσβεῖες του γιά ὅλο τό λαό τοῦ Θεοῦ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'
Χαίρει ἔχουσα ἡ νῆσος Πάρος
γόνον ἔκλαμπρον, νῆσος δέ Χίος
ὑποφήτην τε καί μέγαν διδάσκαλον,
Ἑλλάς δέ πᾶσα φωστῆρα τρισμέγιστον,
ἡ Ἐκκλησία προπύργιον ἄσειστον,
Πάριε ἔνδοξε, σοφέ Ἀθανάσιε,
Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε
στερρούς τῇ πίστει κρατῆσαι ἅπαντας.
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου