Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Αχ κυρ Αλέξανδρε.....

Εγώ είμαι δηλωμένη Παπαδιαμαντικιά (και πολύ περήφανη γιαυτό) και αθεράπευτα ερωτευμένη με τον κόσμο που μας ξεδίπλωσε ο κυρ-Αλέξανδρος.
Χρόνια ολόκληρα μελετώ και μελετώ κι' όλο καινούργιες είναι οι Αχτίτσες, οι Κοκκώνες, οι Κυρατσούλες και όλο αυτό το ανθρωπομάνι που -ανύποπτοι και αθώοι- έγιναν ήρωες του Παπαδιαμάντη.
Ανοίγω παράθυρα με κοφτά κουρτινάκια, σφαλίζω πόρτες βαριές τις νύχτες, ανεβαίνω στο Κάστρο, πηγαίνω στα περβόλια, χώνομαι σε μπόγια χιόνια -μεσοκαλόκαιρο-, οδοιπορώ στα ξωκλήσια με καύσωνες και γενικώς όταν είναι η παλαβή μου ώρα οπού δεν αντέχω την ισοπέδωση που μας επιβάλλουν, "την κάνω" για το νησί. 
Όχι βέβαια για την σημερινή Σκιάθο των επιδρομέων τουριστών, των ξεβράκωτων και των ξεδιάντροπων αλλά για κείνον τον τόπο που με περιμένει, πάντα σύννους και θλιμμένος, ο Άγιος της τέχνης του λόγου.
Δεν του μιλώ. Δεν είναι του λογιού αυτός. Μόνο τον ακολουθώ. 
Μπροστά αυτός και λαχανιάζοντας εγώ, πάμε στο νεκροταφείο ανάβουμε τα καντήλια, ευαρεστούνται οι κεκοιμημένοι ήρωες, ξεχνούμε το νυν και μ' ένα πήδο, μ' ένα φυλλομέτρημα κιτρινισμένου βιβλίου περνούμε στα αεί.
Στο εξαιρετικό μπλόγκ  http://filoitoukastrou.blogspot.gr/, βρήκα πράγματα και θάματα για όσους αγαπούν την Σκίαθον του Αλέξανδρου και τα μεταφέρω, για να ταξιδέψουμε μαζί το ταξίδι μιας κάποιας ανάσας, μιας κάποιας λύτρωσης.

‘‘ Ὁ ἥλιος ἔκλινε εἰς τὴν δύσιν του, χρυσίζων πρὸς τὰς κάτω τὰς βραχώδεις κορυφὰς τῶν Τρικκέρων καὶ ἀργὰ-ἀργὰ ἀποσύρων τὰς τελευταίας ἀκτῖνας του’’ (Ἀλ. Μωραϊτίδη, Θειᾶ-Μυγδαλίτσα).

‘‘ Ἐκεῖνο, ὅπερ δυσκολευόμενος νὰ νοήσῃ σήμερον ὁ ἐπισκέπτης, ἵσταται ἀπορῶν, εἶναι πῶς κατώρθωναν ἄνθρωποι νὰ ζῶσιν ἐπὶ τοῦ ἀνύδρου καὶ ἀξένου ἐκείνου βράχου, ἀλλ᾽ ἡ συνελαύνουσα καὶ προσβιάζουσα αὐτοὺς ἦτο προδήλως ἡ ἀνάγκη. Ὁ φόβος τῶν Ἀλγερίνων, τῶν Βενετῶν καὶ τῶν Τούρκων τοὺς συνεπίεζε καὶ τοὺς ἐστοίβαζεν ἐπὶ τῆς φύσει ἀπορθήτου ἐκείνης κόγχης’’ (Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Φτωχὸς Ἅγιος).
‘‘Καὶ ὁλόγυρα αἱ μορφαὶ τῶν Μαρτύρων, Ὁσίων καὶ Ὁμολογητῶν. Ἵστανται ἐπὶ τῶν τοίχων ἠρεμοῦντες, ἀπαθεῖς, ὁποῖοι ἐν τῷ Παραδείσῳ, εὐθὺ καὶ κατὰ πρόσωπον βλέποντες, ὡς βλέπουσι καθαρῶς τὴν Ἁγίαν Τριάδα’’(Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Στὸ Χριστό, στὸ Κάστρο).
‘‘ Ἐπάνω στὸν Βράχον, ἀνάμεσα εἰς τὰ ἐρείπια τοῦ παλαιοῦ χωρίου, κατ᾿ οὐσίαν νερὸν δὲν ὑπῆρχεν. Ἦτο μία παμπάλαιος στέρνα, ὄπισθεν τοῦ βορείου τοίχου τοῦ ναΐσκου, ἥτις δυνατὸν νὰ εἶχε μίαν σπιθαμὴν πρασινωποῦ ρευστοῦ, ἀλλ᾿ ἐκεῖ μέσα ἦσαν, πλωτὰ ἢ ὑποβρύχια, διάφορα ἀντικείμενα, καὶ ἄψυχα καὶ ζωντανά ― νεροφίδες, βαθράκια, πετσιά, σαπρὰ ξυλάρια, τεμάχια πλίνθων καὶ ἀσβέστου, καὶ ἄλλα’’ (Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Ἐπιμηθεῖς εἰς τὸν βράχον).
‘‘ Ἔλαμψε δὲ τότε ὁ ναὸς ὅλος…, καὶ ἠκτινοβόλησε τὸ ἐπίχρυσον καὶ λεπτουργημένον μὲ μυρίας γλυφὰς τέμπλον…’’ (Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Στὸ Χριστό, στὸ Κάστρο).
‘‘ Ὁ παπα-Φραγκούλης καὶ ἡ συνοδία του φθάσαντες εἰσῆλθον τέλος εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ καρδία των ᾐσθάνθη θάλπος καὶ γλυκύτητα ἄφατον. Ὁ ἱερεὺς ἐψιθύρισε μετ᾽ ἐνδομύχου συγκινήσεως τό, «Εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκόν σου»…’’ (Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Στὸ Χριστό, στὸ Κάστρο).


‘ Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὸ Κάστρον καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, τόσον θάλπος ἐθώπευσε τὴν ψυχήν των, …ὥστε τοὺς ἔφυγε πᾶσα νύστα καὶ πᾶσα κόπωσις’’ (Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Στὸ Χριστό, στὸ Κάστρο).


‘‘ Ἐν τῷ μέσῳ δὲ κρέμαται ὁ μέγας ὀρειχάλκινος καὶ πολύκλαδος πολυέλεος, καὶ ὁλόγυρα ὁ κρεμαστὸς χορός, μὲ τὰς εἰκόνας τῶν Προφητῶν καὶ Ἀποστόλων, ὑφ᾽ ὃν ἐτελοῦντο τὸ πάλαι οἱ σεμνοὶ γάμοι τῶν χριστιανικῶν ἀνδρογύνων’’ (Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Στὸ Χριστό, στὸ Κάστρο).
‘‘ Ὁ ναὸς τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ἦτο ἡ παλαιὰ μητρόπολις τοῦ φρουρίου. Ὁ ναΐσκος, πρὸ ἑκατονταετηρίδων κτισθείς, ἵστατο ἀκόμη εὐπρεπὴς καὶ ὅχι πολὺ ἐφθαρμένος’’ (Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Στὸ Χριστό, στὸ Κάστρο).
‘‘Παλάτιον τῆς ἐρημίας καὶ τῆς σιγῆς, θρόνος βαθείας μελαγχολίας, ὁ πελώριος βράχος ὁ βορεινός, ὁ θαλασσόπληκτος, ἐπάνω τοῦ ὁποίου ἦτο κτισμένον ποτὲ τὸ παλαιόν, τὸ κατηρειπωμένον σήμερον χωρίον…καὶ ἦτο ποτὲ καλιὰ πλήρης ψυχῶν καὶ φωνῶν, καὶ τώρα ἦτο ἔρημος πλήρης ἐρειπίων’’ (Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Τὰ Κρούσματα).
‘‘Κάθε πρωὶ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ κονάκι, …ἤνοιγε τὴν θύραν τοῦ τζαμίου, εἰσήρχετο, ἀνέβαινεν ἐπί τινος τραπέζης, σιμὰ εἰς τὸ παράθυρον, προέβαλλε τὴν κεφαλὴν ἔξω τοῦ παραθύρου, καὶ ἔψαλλε πολὺ σιγὰ τὸ πρωινὸν κήρυγμα, τὸ «Λά, Ἀλλὰ ἲλ Ἀλλά...’’ (Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Ὁ Ἀβασκαμὸς τοῦ Ἀγᾶ).
‘‘ Ἐξῆλθε νὰ περιπατήσῃ ἀνὰ τὰ στενὰ σοκάκια τοῦ Κάστρου, διέσχισε κατὰ μῆκος τὰς συνοικίας, ἔφθασεν ἕως ἐπάνω στῆς Ἀναγκιᾶς τὸ Κανόνι, εἰς τὴν ὑψηλὴν βορειοτέραν ἄκραν…’’ (Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Τὰ Μαῦρα κούτσουρα).
‘‘ Ὅμοιον μὲ νεκρικὸν κρανίον ἀρτίως ἐκταφέντος σκελετοῦ, μὲ τὰς κόγχας κενὰς ὀφθαλμῶν, μὲ τὴν μύτην φαγωμένην, φοβερὸν θέαμα, σκέλεθρον γυμνὸν καὶ παγωμένον φαντάζει ἀπὸ μακρὰν τὸ μικρὸν τζαμίον τοῦ ἐρημωμένου χωρίου’’(Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Ὁ Ἀβασκαμὸς τοῦ Ἀγᾶ).
‘‘Δεξιὰ πρὸς ἀνατολὰς ἀντικρύζει ὁ μέγας βράχος, …μὲ τὴν ἀκτὴν τοῦ Κουρούπη τὴν λευκὴν καὶ κυρτήν, ὅπου φαντάσματα καὶ δαίμονες, σπανίως ὁρατοί, δὲν παύουν νὰ κυλίωσι παμμεγέθεις λίθους, ἀπὸ τὴν σάραν* καὶ τὸν κρημνὸν τὸν εὐόλισθον’’ (Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Τὰ Κρούσματα).
‘‘…φαίνεται καὶ τὸ ἄχαρον τζαμίον, μὲ τὰς δύο στρογγυλὰς τρύπας του ἔνθεν καὶ ἔνθεν, καὶ μὲ τὴν μεγάλην μακρουλὴν τρύπαν του, εἰς τὸ μέσον· καὶ δίπλα του προκύπτει ὑψηλὸν τὸ κονάκι, μὲ τρεῖς τοίχους ἀκόμη ὀρθούς, μὲ τὴν στέγην πεσμένην κάτω, λείψανα παρελθόντων αἰώνων’’ (Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Ὁ Ἀβασκαμὸς τοῦ Ἀγᾶ)

‘‘ Ὑψηλά, ἀπὸ τὸ Μπαρμπεράκι, τὸ περίφαντον ὕψωμα, ὅπου ξυρίζει πανταχόθεν τὸ πρόσωπον ὁ ἄνεμος, ἐξ ἀνατολῶν καὶ βορρᾶ καὶ δυσμῶν, καὶ ὁπόθεν ἁπλοῦται ἀχανὴς ἡ θέα εἰς τὸ κυανοῦν, μαρμαῖρον πέλαγος, καὶ εἰς τὴν ἀπελεύθερον τῆς Θεσσαλίας γῆν’’ (Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Ὁ Ἀβασκαμὸς τοῦ Ἀγᾶ).
‘‘Εἶναι τόσον πολύτιμα τὰ ἀγριολάχανα τοῦ θαυμασίου ἐκείνου βράχου, ὥστε ποτὲ δὲν ἀγοράζονται ἀντὶ ὁσουδήποτε ποσοῦ χρημάτων’’ (Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Τὰ Κρούσματα).
‘‘Κόσμος καὶ κόσμος, δηλ. οἱ χίλιοι τόσοι κάτοικοι τοῦ Καστριοῦ, γυναῖκες, γέροντες καὶ παιδιὰ ἐμαζώχθησαν κατὰ τὸ βράδυ στῆς Ἀναγκιᾶς τὸ Κανόνι, στὸ ὑψηλότερον βόρειον μέρος τοῦ Καστριοῦ, κι ἀγνάντευαν, ἀγνάντευαν ἀπλήστως’’ (Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Ὁ Γάμος τοῦ Καραχμέτη).
‘‘ Ὁ πορτάρης τῆς σιδηρᾶς πύλης, …ἐκάθισε κάτω ἀπὸ τὴν Μεγάλην Ταράτσα, ἐκεῖ ὅπου εἶχαν τὸ σύνηθες χάσμα ἄνω τῆς φλιᾶς τῆς σιδερόπορτας, διὰ νὰ ζεματίζουν τοὺς κλέφτας’’ (Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Τὰ Μαύρα Κούτσουρα).


‘‘Ταράτσα ἦτο ὑψηλὸς ἀκρόδομος ὑπεράνω τῆς σιδηρᾶς πύλης κτισμένος, μὲ τὰς πολεμίστρας καὶ μὲ τὴν ἀπαραίτητον ζεματίστραν του, τὴν ὕπερθεν τῆς πύλης μακρὰν ὀπήν, δι᾽ ἧς ὡς τελευταῖον ὅπλον καὶ καταφύγιον, ἠπείλουν νὰ ζεματίσωσι πάντα ἐπιδρομέα κατορθώσαντα νὰ ζυγώσῃ εἰς τὴν σιδηρᾶν πύλην κ᾽ ἐπιχειροῦντα νὰ τὴν βιάσῃ’’ (Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Φτωχὸς Ἅγιος).

‘‘Τὸ Κάστρο τοῦτο ἦτο ἀληθὴς φωλεὰ γλάρου, βράχος ἐξέχων ὑπὲρ τὰς ἑκατὸν ὀργυιὰς ὑπεράνω τῆς ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης καὶ διὰ στενοῦ λαιμοῦ συνδεόμενος μὲ τὴν ξηράν, μεθ᾽ ἧς συγκοινωνεῖ διὰ κινητῆς ξυλίνης γεφύρας’’ (Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Φτωχὸς Ἅγιος).
‘‘Τόσον κραταιὸς ἔπνεεν ὁ βορρᾶς εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο, ὥστε τὰ δένδρα μαστιζόμενα ἐκάμπτοντο καὶ καθίσταντο ραχιτικὰ ὑπὸ τὴν πνοήν του, μόνον δέ τινες ἑρπυστικοὶ θάμνοι, προσφυόμενοι εἰς τὰς πτυχὰς τοῦ ἐδάφους, εὕρισκον οἰκτρὸν ἄσυλον’’ (Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Φτωχὸς Ἅγιος).

‘‘ Μέχρι πρὸ ὀλίγων ἐτῶν ἐσώζοντο ἀκόμη οἰκίαι τινὲς μὲ τὰς στέγας καὶ τὰ πατώματά των ἐντὸς τοῦ φρουρίου, ἀλλὰ τελευταῖον, ἡ ὀλιγωρία τῶν δημοτικῶν ἀρχῶν, ὁ ὄκνος τῶν ἀνθρώπων εἰς τὸ νὰ ἐπισκέπτωνται τὸ Κάστρον συχνότερα, καὶ ἡ ἀσυνειδησία ὀλίγων τινῶν συλαγωγῶν, πλεονεκτῶν ἢ οἰκοδόμων, εἶχε καταστήσει ἐρειπίων σωρὸν τὸ Κάστρον’’ (Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Στὸ Χριστό, στὸ Κάστρο).
‘‘Τὸ φρούριον τοῦτο…, ἦτο γιγαντιαῖος βράχος φυτρωμένος ἐκεῖ παρὰ τὸ πέλαγος, προεκβολὴ τῆς γῆς πρὸς τὸν πόντον, ὡς νὰ ἔδειχνεν ἡ ξηρὰ τὸν γρόνθον εἰς τὴν θάλασσαν καὶ νὰ τὴν προεκάλει’’ (Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Στὸ Χριστό, στὸ Κάστρο).

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου