Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται


Θυμάστε ασφαλώς αυτό που λέει ο Απ. Παύλος στη δεύτερη επιστολή του στους Κορινθίους (12:9): «η δύναμίς μου εν ασθένεια τελειούται». Η ασθένεια «εδώ δεν είναι η αδυναμία που δείχνουμε όταν αμαρτάνουμε και ξεχνάμε το Θεό. Αλλά είναι η συναίσθηση της αδυ­ναμίας μας που μας κάνει να παραδίνουμε τον εαυτό μας ολοκληρωτικά και ειλικρινά στα χέρια του Θεού. Ε­μείς όμως προσπαθούμε να είμαστε δυνατοί και εμποδί­ζουμε το Θεό να φανερώσει τη δύναμη Του.
Σίγουρα θα θυμάστε πως διδαχτήκατε να γράφετε ό­ταν είσαστε μικροί. Η μητέρα σας πήρε ένα μολύβι και το έβαλε ανάμεσα στα δάχτυλα σας. Πήρε έπειτα το χέρι σας μέσα στο δικό της και άρχισε να το μετακινεί πάνω στο χαρτί. Επειδή δεν ξέρατε καθόλου τι επρόκειτο να κάνει, αφήνατε το χέρι σας εντελώς ελεύθερο μέσα στο δικό της. Ακριβώς αυτό εννοώ όταν λέω πως η δύναμη του Θεού φανερώνεται μέσα στην αδυναμία μας.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τη βάρκα με πανιά. Τα πανιά είναι ευαίσθητα στον αέρα και τα χρησιμο­ποιούν για να κινήσουν τη βάρκα, ακριβώς γιατί είναι ευαίσθητα και παρασύρονται εύκολα. Αν, αντί για πανιά, εσείς βάλετε μια γερή σανίδα, δεν θα κάνετε τίποτε, η βάρκα δεν πρόκειται να κινηθεί. Είναι το λεπτό και ευαί­σθητο πανί που δέχεται τον αέρα και κινεί τη βάρκα.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει με ένα σιδερένιο και ένα χειρουργικό γάντι.
Πόσο γερό και δυνατό είναι το σιδερένιο γάντι! Και πόσο λεπτό και μαλακό είναι ένα χειρουργικό, που όμως σε επιδέξια χέρια μπορεί να κάνει θαύματα ακριβώς ε­πειδή είναι τόσο λεπτό καί ευαίσθητο!
Έτσι, λοιπόν, ε­κείνο που ο Θεός συνέχεια προσπαθεί να μας διδάξει είναι να αντικαταστήσουμε την υποτυπώδη ή ελάχιστη δύ­ναμη, που νομίζουμε πως έχουμε και μας δημιουργεί πνευματική σύγχυση, με την πλήρη παράδοση, την εγκα­τάλειψη στα χέρια του Θεού.
Θα σας πω ένα παράδειγμα πάνω σ” αυτό.
Πριν από είκοσι πέντε χρόνια ένας φίλος μου σκοτώ­θηκε στις μάχες για την απελευθέρωση του Παρισιού. Είχε δυο παιδιά, τα όποια δεν με πολυαγαπούσαν. Ζή­λευαν επειδή με συνέδεε τόση φιλία με τον πατέρα τους.
Όταν όμως εκείνος πέθανε στράφηκαν και οι δύο προς έμενα, ακριβώς γιατί ήμουνα ο φίλος του πατέρα τους.
Μια μέρα, το ένα από τα παιδιά, ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι, ήρθε να με δει στο ιατρείο μου, (ήμουνα γιατρός πριν γίνω ιερέας).
Πρόσεξε ότι πάνω στο γρα­φείο μου, εκτός από τα ιατρικά εργαλεία, είχα και ένα Ευαγγέλιο.
Με όλη τη σιγουριά της νεαρής ηλικίας της μου είπε:
«Δεν μπορώ να καταλάβω, πώς ένας άνθρωπος, που υποτίθεται ότι είναι μορφωμένος, μπορεί να πιστεύ­ει σε τέτοια ανόητα πράγματα».
Τότε τη ρώτησα: «Εσύ το διάβασες αυτό το βιβλίο;»
«Όχι» μου απάντησε.
«Μην ξεχνάς», της είπα «πως μόνο οι ανόητοι άνθρωποι κρίνουν πράγματα που δεν τα ξέρουν».
Ύστερα από αυ­τή την κουβέντα μας διάβασε το Ευαγγέλιο και ενδια­φέρθηκε τόσο πολύ ώστε άλλαξε όλη της η ζωή. Άρχισε να προσεύχεται και ο Θεός της χάρισε την εμπειρία της Παρουσίας Του, και μ” αυτή έζησε για αρκετό καιρό. Αργότερα αρρώστησε από μια αθεράπευτη αρρώστια και μου έγραψε ένα γράμμα, όταν είχα γίνει πια ιερέας και βρισκόμουνα στην Αγγλία. Έγραφε λοιπόν:
«από τότε που το σώμα μου άρχισε να αδυνατίζει και νά εξασθενί­ζει μέχρι θανάτου, το πνεύμα μου ζωντάνεψε, έγινε ζω­ηρότερο απ” ό,τι ήταν πριν και νιώθω τη θεία Παρουσία πολύ εύκολα και πολύ χαρούμενα».
Της απάντησα: «Μην περιμένεις αυτό να διαρκέσει πάρα πολύ. Όταν οι δυνά­μεις σου σε εγκαταλείψουν ακόμα περισσότερο, δεν θά μπορείς εύκολα να στραφείς προς το Θεό και θα νομί­σεις πως δεν μπορείς πια να Τον προσεγγίσεις».
Ύστε­ρα από λίγο καιρό μου ξανάγραψε: «Ναι, τώρα έχω αδυ­νατίσει τόσο, ώστε δεν μπορώ να κάνω την προσπάθεια να κινηθώ προς το Θεό. Δεν μπορώ ακόμη και να Τον α­ναζητήσω ενεργά και ο Θεός, νομίζω, έχει απομακρυν­θεί».
Της απάντησα: «Τώρα κάνε κάτι άλλο. Προσπάθησε να μάθεις την ταπείνωση. Την ταπείνωση με τη βαθιά, πραγματική έννοια της λέξης».
Η λέξη ταπείνωση (humility) στην Αγγλική γλώσσα προέρχεται από τη Λατινική λέξη «humus» που θα πει εύ­φορη γή.
Για μένα, ταπείνωση δεν είναι αυτό που, συνή­θως, εννοούμε σήμερα: δηλαδή ο αφελής τρόπος με τον οποίο φανταζόμαστε ότι είμαστε οι χειρότεροι όλων και προσπαθούμε να πείσουμε τους άλλους ότι, αυτοί οι α­φύσικοι τρόποι συμπεριφοράς μας, μαρτυρούν πως ξέ­ρουμε τον εαυτό μας και αυτό που είμαστε.
Για μένα, ταπείνωση είναι να είμαστε όπως η γή, το χώμα που πατά­με.
Η γή βρίσκεται πάντα, στη θέση της και είμαστε σί­γουροι γι’ αυτό, το παίρνουμε σαν δεδομένο. Δεν την υ­πολογίζουμε, την πατάμε όλοι μας, ρίχνουμε πάνω της ό­λα τα άχρηστα, τα σκουπίδια. Η γή βρίσκεται πάντα εκεί, σιωπηλή, δέχεται αδιαμαρτύρητα κάθε τι που πετάμε. Και κατά κάποιο θαυμαστό τρόπο, αναδημιουργεί τα σκουπί­δια και κάνει από τα άχρηστα ένα καινούργιο πλούτο πα­ρά την αποσύνθεση τους.
Μεταμορφώνει την ίδια την α­ποσύνθεση σε δύναμη ζωής, δίνει νέες δυνατότητες δημιουργίας. Είναι εκτεθειμένη στο λαμπρό ήλιο και στη βροχή· έτοιμη να δεχτεί κάθε σπόρο που θα σπείρουμε και ικανή να ανταποδώσει τριακονταπλάσια, εξηκονταπλάσια ή και εκατονταπλάσια από κάθε σπόρο που δέχεται. Είπα, λοιπόν, στην κοπέλλα αυτή: «Μάθε να είσαι έτσι μπροστά στο Θεό: εγκαταλειμμένη, παραδομένη, έτοιμη να δεχτείς το καθετί από τους ανθρώπους, το καθετί από το Θεό». Και στ” αλήθεια αυτή η κοπέλλα, υπέφερε πά­ρα πολλά, από τους ανθρώπους. Μέσα σε έξι μήνες ο σύ­ζυγος της κουράστηκε να έχει μια σύζυγο που να αργο­πεθαίνει και την εγκατέλειψε. Έτσι το άχρηστο πετά­χτηκε χωρίς τύψεις…. Αλλά τότε ο Θεός ανέτειλε τον ή­λιο Του και χάρισε τη βροχή Του, γιατί μετά από λίγο καιρό μου έγραψε: «Πλησιάζω στο τέλος. Δεν μπορώ πια νά κινηθώ προς το Θεό, αλλά τώρα είναι Έκείνος που έρχεται σε μένα».
Αυτή δεν είναι μόνο μια ιστορία για να διευκρινίσω ό­σα έχω πει, αλλά είναι αυτό ακριβώς το θέμα μας: αυτή είναι η αδυναμία στην όποια ο Θεός φανερώνει τη δύνα­μη Του. Αυτή είναι η κατάσταση μέσα στην οποία η α­πουσία του Θεού μπορεί να μετατραπεί σε Παρουσία Του.
Δεν μπορούμε να αιχμαλωτίσουμε το Θεό. Αλλά όταν σταθούμε σαν τον Τελώνη ή σαν την κοπέλλα αυτή, πέρα από την περιοχή του «δικαίου» στην πραγματικότητα της ευσπλαχνίας και του ελέους, θα μπορέσουμε να συναντήσουμε το Θεό….

1.Αρχιεπίσκοπος Anthony Bloom, «Μάθε να προσεύχεσαι», εκδ. «Η Έλαφος» σ.38-42

Πηγή: Το κανδυλάκι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου