Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Δευτέρα, 29 Δεκεμβρίου 2014


Η Σύναξη των μαθητών-Αναγνωστών της Ιεράς Μητροπόλεως Χίου στο "Κουκουνάρειο" Πνευματικό Κέντρο Παναγίας Λατομιτίσσης

Στην φιλόξενη ενοριακή αίθουσα του «Κουκουναρείου» Πνευματικού Κέντρου του Ιερού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Λατομιτίσσης πραγματοποιήθηκε η φετινή σύναξη των μαθητών-Αναγνωστών της Ιεράς Μητροπόλεως Χίου, τη Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014.

Η σύναξη πραγματοποιήθηκε ύστερα από πρόσκληση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χίου, Ψαρών και Οινουσσών κ. Μάρκου, για την οποία ενημερώθηκαν οι Αναγνὠστες από τους Εφημερίους των Ενοριών τους και από το Διαδίκτυο.

Ο Σεβαμιώτατος Ποιμενάρχης μας κ. Μάρκος ευλόγησε τη σύναξη και απευθυνόμενος στους παρευρισκόμενους τους προέτρεψε πατρικά να συμμετέχουν στη λατρευτική και μυστηριακή ζωή της Αγίας μας Εκκλησίας, να συμμετέχουν στην ενοριακή δραστηριότητα, να τιμούν τους γονείς τους με την υπακοή τους και τον οφειλόμενο σεβασμό και να είναι συνεπείς στις μαθητικές τους υποχρεώσεις, ώστε να έχουν καλές επιδόσεις.

Ο Σεβασμιώτατος μαζί με τις πατρικές του ευχές για το Ιερό Δωδεκαήμερο και το επερχόμενο νέο έτος, προσέφερε ως ευλογία από ένα βιβλίο. Κεράσματα προσφέρθηκαν από την ενορία, ενώ η σύναξη ολοκληρώθηκε με μια αναμνηστική φωτογραφία.
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

Προσευχή!

«Κύριε, κάνε την θύελλα να κοπάσει!
Σταμάτησε τα κύματα!
Λυπήσου κάθε άνθρωπο που πονά
και ελάφρυνε το φορτίο στους ώμους του καθενός!
Προστάτευσε Κύριε κάθε πλάσμα Σου
απ’ τις παγίδες που ο πειρασμός βάζει στο διάβα της ζωής...
Εσύ Κύριε, γνωρίζεις τον τρόπο
να κατευνάζεις τα κύματα,
να φέρνεις την γαλήνη...
Γι’ αυτό σ’ Εσένα καταφεύγουμε
Εσένα ικετεύουμε, σαν 'ρθει η μπόρα».

Αμήν!

ΚΑΤΑΡΤΙΣΙΣ Τεῡχος 18ον ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ-ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014
katartisis18ΚΑΤΑΡΤΙΣΙΣ
ΤΕΥΧΟΣ 18ον ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ-ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΧΙΟΥ, ΨΑΡΩΝ & ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ
ΔΙΜΗΝΙΑΙΟ ΔΕΛΤΙΟ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΕΩΣ
ΧΙΟΣ
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

28 Δεκεμβρίου 2014 - Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν
ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Ἀ­ριθ­μός 52
Κυ­ρια­κὴ με­τὰ τὴν Χρι­στοῦ Γέν­νη­σιν
28 Δε­κεμ­βρί­ου 2014
Ματ­θαί­ου β΄ 13 – 23

Τὰ γε­γο­νό­τα ποὺ ση­μα­το­δο­τοῦν τὴ Γέν­νη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, ὅ­πως αὐ­τὰ προ­βάλ­λουν μέ­σα ἀ­πὸ τὴ γρα­φί­δα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στῆ Ματ­θαί­ου, δί­νουν τὸ στίγ­μα τῆς πο­ρεί­ας ποὺ θὰ ἀ­κο­λου­θοῦ­σε ὁ Μεσ­σί­ας μέ­σα στὸν κό­σμο. Τὸ νε­ο­γέν­νη­το βρέ­φος τῆς Βη­θλε­ὲμ γνω­ρί­ζει ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ τὸ μέ­γε­θος τῆς κα­κί­ας τῶν ἀν­θρώ­πων καὶ γεύ­ε­ται μὲ τὸν πιὸ πι­κρὸ τρό­πο τὴν ἐ­χθρό­τη­τα ποὺ ἐκ­δη­λώ­νουν οἱ ἄρ­χον­τες ἀ­πέ­ναν­τί του.

Τὰ γε­γο­νό­τα τὰ ὁ­ποί­α δι­α­δρα­μα­τί­στη­καν μὲ πρω­τα­γω­νι­στή τὸ βα­σι­λιὰ Ἡ­ρώ­δη, ὁ ὁ­ποῖ­ος μὲ τὸν πιὸ ἀ­δί­στα­κτο καὶ αἱ­μο­στα­γῆ τρό­πο ἐκ­δή­λω­σε τὶς θη­ρι­ω­δί­ες του, ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νουν τοῦ λό­γου τὸ ἀ­λη­θὲς ποὺ μαρ­τυ­ρεῖ­ται ἄλ­λω­στε καὶ ἀ­πὸ τοὺς ἱ­στο­ρι­κούς τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης.

Ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ στὸν κό­σμο δη­μι­ούρ­γη­σε νέ­ους καὶ ἀ­λη­θι­νοὺς δεῖ­κτες ζω­ῆς γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο, οἱ ὁ­ποῖ­οι πα­ρα­πέμ­πουν σὲ μί­α πο­ρεί­α ποὺ τὸν ἀ­νε­βά­ζει ψη­λά. Ἐ­κεῖ ὅ­που συν­τε­λεῖ­ται μί­α σω­τή­ρια συ­νάν­τη­ση μὲ τὴν κα­τερ­χό­με­νη ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι μί­α πο­ρεί­α στὴν ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς ὁ­ποί­ας συν­θλί­βον­ται οἱ δαι­μο­νι­κὲς δυ­νά­μεις καὶ ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νὰ ἐγ­κολ­πω­θεῖ αὐ­θεν­τι­κὰ τὰ αἰ­ώ­νια μη­νύ­μα­τα ποὺ ἐκ­πέμ­πει τὸ Θεῖ­ο Βρέ­φος τῆς Βη­θλε­έμ. Βέ­βαι­α, μπο­ρεῖ νὰ φαί­νε­ται ὅ­τι ἡ δύ­να­μη τοῦ σα­τα­νᾶ κυ­ρια­ρχεῖ ἀ­κό­μα πά­νω στὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα, μὲ ὅ­λα τὰ ὀ­δυ­νη­ρὰ συ­νε­πα­κό­λου­θα. Ὡ­στό­σο, ἡ ἐ­πι­κρά­τη­σή τους εἶ­ναι φαι­νο­με­νι­κὴ καὶ προ­σω­ρι­νή. Καὶ αὐ­τὸ για­τί μέ­σα στὴν ἱ­στο­ρί­α πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται τὸ σω­τή­ριο σχέ­διο τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας, τὸ ὁ­ποῖ­ο κα­νέ­νας δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀ­να­τρέ­ψει ἢ νὰ μα­ται­ώ­σει. Οὔ­τε ἡ ἀ­γρι­ό­τη­τα καὶ θη­ρι­ω­δί­α τοῦ Ἡ­ρώ­δη ποὺ ἐκ­δη­λώ­θη­καν μὲ τὸν πιὸ ἀ­πε­χθῆ τρό­πο, μὲ τὴν ἀ­πάν­θρω­πη σφα­γὴ τῶν νη­πί­ων στὴ Βη­θλε­ὲμ καὶ στὴ γύ­ρω πε­ρι­ο­χή, δὲν ἦ­ταν δυ­να­τὸ νὰ μα­ται­ώ­σουν τὸ ἔρ­γο τοῦ νε­ο­γέν­νη­του βρέ­φους τῆς Βη­θλε­ὲμ ποὺ βρι­σκό­ταν κά­τω ἀ­πὸ τὴν προ­στα­τευ­τι­κὴ πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ.

Μέ­σα ἀ­πὸ τὸ σχέ­διο τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας τί­πο­τε δὲν μπο­ρεῖ νὰ θε­ω­ρη­θεῖ τυ­χαῖ­ο. Ὅ­λα ἔ­χουν τὸ νό­η­μα καὶ τὸ σκο­πό τους. Ὅ­λα δεί­χνουν ὅ­τι ἡ Πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἐ­κεί­νη ποὺ κα­θο­δη­γεῖ τὰ πάν­τα στὴ ζω­ὴ καὶ δὲν ἐ­πι­τρέ­πει στὶς δυ­νά­μεις τοῦ κα­κοῦ νὰ κυ­ρι­αρ­χή­σουν πά­νω στὸν ἄν­θρω­πο καὶ νὰ τὸν ἀ­φή­σουν ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο στὴν κα­τα­στρο­φὴ καὶ τὸ θά­να­το. Τὸ ὅ­τι ἡ πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ προ­στα­τεύ­ει τὸ θεῖ­ο βρέ­φος ἀ­πὸ τὴν ἀ­πει­λη­τι­κὴ μα­νί­α ἑ­νὸς κο­σμι­κοῦ ἄρ­χον­τα, τὸ ὅ­τι τὸ κα­θο­δη­γεῖ σὲ ἀ­σφα­λὲς μέ­ρος καὶ τὸ προ­ει­δο­ποι­εῖ τε­λι­κὰ γιὰ τὴ δυ­να­τό­τη­τα ἐ­πι­στρο­φῆς στὴν πα­τρί­δα του, τί ἄλ­λο μπο­ρεῖ νὰ φα­νε­ρώ­νει πα­ρὰ τὴν ἐ­πι­βε­βαί­ω­ση τῶν πιὸ πά­νω; Εἶ­ναι τό­σο φα­νε­ρὰ τὰ ση­μεῖ­α ποὺ δί­νον­ται γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν ἰ­σχυ­ρὴ πα­ρου­σί­α τῆς Θεί­ας Πρό­νοι­ας, ὥ­στε νὰ μὴ­ν χω­ροῦν ὁ­ποι­εσ­δή­πο­τε ἀμ­φι­βο­λί­ες, ἐ­πι­φυ­λά­ξεις ἢ ἀμ­φι­σβη­τή­σεις. Ἄλ­λω­στε, ὁ κα­θέ­νας ἀ­πὸ ἐ­μᾶς προ­σω­πι­κά, μέ­σα ἀ­πὸ βι­ώ­μα­τα καὶ ἐμ­πει­ρί­ες, θὰ πρέ­πει νὰ ἔ­χει ἀν­τι­λη­φθεῖ πολ­λὲς φο­ρὲς στὴ ζω­ὴ του τὴν πα­ρου­σί­α τῆς Θεί­ας Πρό­νοι­ας, ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­δη­λώ­νε­ται ὁ­πο­τε­δή­πο­τε καὶ ὁ­που­δή­πο­τε. Εἶ­ναι ἐ­κεί­νη ποὺ κα­θο­δη­γεῖ κά­θε βῆ­μα στὴ ζω­ή μας καὶ μᾶς πα­ρέ­χει τὴν πιὸ ἀ­σφα­λῆ προ­στα­σί­α. Ἀ­κό­μα καὶ μέ­σα ἀ­πὸ γε­γο­νό­τα ποὺ μπο­ρεῖ νὰ σκορ­ποῦν θλί­ψη στὴ ζω­ή, ἡ εὐ­ερ­γε­τι­κὴ πα­ρου­σί­α τῆς Θεί­ας Πρό­νοι­ας ἀ­πο­τε­λεῖ ἰ­σχυ­ρὸ ἐ­χέγ­γυ­ο γιὰ τὴν πο­ρεί­α ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦ­με. Ἀ­γα­πη­τοὶ μου ἀ­δελ­φοί, τὰ γε­γο­νό­τα ποὺ μᾶς πε­ρι­γρά­φει ἡ ση­με­ρι­νὴ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ δι­ή­γη­ση δὲν ἀ­φή­νουν τὴν πα­ρα­μι­κρὴ ἀμ­φι­βο­λί­α ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος θὰ πρέ­πει νὰ πο­ρεύ­ε­ται μὲ αἰ­σι­ο­δο­ξί­α πρὸς τὸ μέλ­λον. Πα­ρὰ τὸ φαι­νο­με­νι­κὸ θρί­αμ­βο τοῦ κα­κοῦ, τοῦ μί­σους καὶ τῆς θη­ρι­ω­δί­ας μέ­σα στὴν ἱ­στο­ρί­α, τε­λι­κὰ ἐ­κεῖ­νο ποὺ ἐ­πι­κρα­τεῖ εἶ­ναι ἡ δύ­να­μη τῆς ἀ­γά­πης. Καὶ ἡ δύ­να­μη αὐ­τὴ εἶ­ναι τε­ρά­στια, για­τί ἔ­χει ἀ­λη­θι­νὴ πη­γὴ της τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Τὸ ὅ­τι ὁ Θε­ὸς προσ­λαμ­βά­νει τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση καὶ σαρ­κώ­νε­ται, ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὸ μέ­γε­θος τῆς ἀ­γά­πης καὶ φι­λαν­θρω­πί­ας του ἀλ­λὰ καὶ τὴν κα­τάρ­γη­ση τῶν δυ­νά­με­ων τοῦ κα­κοῦ. Ἂς ἐγ­κολ­πω­θοῦ­με, λοι­πόν, αὐ­τὸ τὸ σω­τή­ριο μή­νυ­μα μέ­σα ἀ­πὸ τὸ νέ­ο ἦ­θος ποὺ φα­νε­ρώ­νε­ται στὴ θεί­α Φάτ­νη καὶ δι­α­πο­τί­ζει ὁ­λό­κλη­ρο τὸ εἶ­ναι μας. Μό­νον ἔ­τσι μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­ξι­ω­θεῖ ὁ ἄν­θρω­πος ὡς χα­ρι­τω­μέ­νη καὶ χρι­στο­ει­δὴς ὕ­παρ­ξη. Ἀ­μήν.
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 2014


ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΑΡ. 18
Πρός
τόν Ἱερόν Κλῆρον
καί τόν εὐσεβῆ λαόν
τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
«Χρίων ὡς Θεός ἑαυτόν ὡς ἄνθρωπον»
(Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός) 
Ἀ­γα­πη­τὰ ἐν Χρι­στῷ παι­διὰ μου!
Ἀ­πὸ τοὺς ἀρ­χαί­ους χρό­νους ὁ κό­σμος ἔ­θε­τε στὸ κέν­τρο τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τός του τὸν ἄν­θρω­πο. Τὸν ἡ­ρω­ϊ­σμὸ του ὕ­μνη­σε ἡ ἐ­πι­κὴ ποί­η­ση, τὴν σο­φί­α του με­λέ­τη­σε ὁ φι­λο­σο­φι­κὸς στο­χα­σμός, τὰ γε­γο­νό­τα τῆς ζω­ῆς του πε­ρι­έ­γρα­ψε ἡ ἱ­στο­ρι­κὴ ἀ­φή­γη­ση, τὸ κάλ­λος του ἐ­ξέ­φρα­σε ἡ αἰ­σθη­τι­κὴ τέ­χνη. Ἔ­τσι δι­α­μορ­φώ­θη­κε ἕ­νας ὑ­ψη­λὸς ἀν­θρω­πι­σμὸς, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὅ­μως δὲν ἐ­πέ­τυ­χε νὰ γε­φυ­ρώ­σει τὴν χα­ο­τι­κὴ ἀ­πό­στα­ση με­τα­ξύ τοῦ Θε­οῦ καὶ τοῦ ἀν­θρώ­που.


Τὸ δι­ά­στη­μα αὐ­τὸ γιὰ πρώ­τη καὶ μο­να­δι­κὴ φο­ρὰ στὴν ἱ­στο­ρί­α ἐ­κά­λυ­ψε, ἐ­γε­φύ­ρω­σε ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός, μὲ τὸ δι­κό του θέ­λη­μα, μὲ τὴν δι­κή του πρω­το­βου­λί­α, μὲ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πι­ση τοῦ Υἱ­οῦ καὶ Λό­γου Θε­οῦ.
Τὴν ἡ­μέ­ρα τῶν Χρι­στου­γέν­νων γεν­νι­έ­ται ὁ Θε­άν­θρω­πος καὶ μα­ζὶ ἀ­να­τέλ­λει ὁ νέ­ος ἀν­θρω­πι­σμός, ὁ θε­αν­θρω­πι­σμός. Τὸ κή­ρυγ­μα τῶν προ­φη­τῶν, ὁ στο­χα­σμὸς τῶν φι­λο­σό­φων, ἡ προσ­δο­κί­α τῶν ἁ­πλῶν ἀν­θρώ­πων, μέ­σῳ τῶν αἰ­ώ­νων, γί­νε­ται πραγ­μα­τι­κό­της. «Ὁ Λό­γος σὰρξ ἐ­γέ­νε­το καὶ ἐ­σκή­νω­σεν ἐν ἡ­μῖν». Ὁ Θε­ὸς σκη­νώ­νει ἀ­νά­με­σα στοὺς ἀν­θρώ­πους. Σκη­νὴ τοῦ Θε­οῦ γί­νε­ται ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, σκη­νὴ τοῦ Κτί­στη τὸ κτί­σμα Του, σκη­νὴ τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ τὸ δη­μι­ούρ­γη­μά Του. Τὰ ἔρ­γα τῶν χει­ρῶν Του δὲν τὰ πα­ρεῖ­δε.
Γιὰ πρώ­τη φό­ρα στὴν ἱ­στο­ρί­α αἴ­ρε­ται ἡ ἀ­πό­λυ­τη μο­να­ξιὰ τοῦ ἀν­θρώ­που, μο­να­ξιὰ, ποὺ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν ἀ­που­σί­α τοῦ Θε­οῦ. Κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τοῦ νέ­ου ἀν­θρώ­που εἶ­ναι ὅ­τι ἀ­πο­κα­θι­στᾶ τὸν ἄν­θρω­πο στὴν υἱ­ι­κή του σχέ­ση μὲ τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα, ὥ­στε νὰ λει­τουρ­γεῖ κα­τὰ τὴν ἀ­λη­θι­νή του φύ­ση ὡς εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ. Εἰ­κό­να ποὺ, ὅ­ταν αὐ­το­νο­μεῖ­ται, χω­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὸ θεῖ­ο Ἀρ­χέ­τυ­πό Της, ἀ­μαυ­ρώ­νε­ται.
Ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ἡ ἀ­λη­θι­νὴ εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ Πα­τρὸς, ἐ­πι­στρέ­φει τὸν ἄν­θρω­πο στὴν «κα­τ'­εἰ­κό­να Θε­οῦ» φύ­ση του. Τώ­ρα στὸν νέ­ο ἐν Χρι­στῷ ἄν­θρω­πο ἀ­πο­κα­θί­στα­ται τὸ ἀρ­χαῖ­ο κάλ­λος τῆς εἰ­κό­νος τοῦ Θε­οῦ. Ὁ ἄν­θρω­πος εὑ­ρί­σκει τὸ νό­η­μα τῆς ζω­ῆς του, τὴν δι­καί­ω­σή του, τὴν λύ­τρω­σή του, τὴν θε­ρα­πεί­α του, τό τέ­λος του, στὴν κοι­νω­νί­α του μὲ τὸν Θε­ὸ καὶ στὴν ἀ­να­φο­ρά Του στὸν Δη­μι­ουρ­γὸ καὶ Πα­τέ­ρα Του.
Ὁ ἐ­ναν­θρω­πή­σας Θε­ὸς δέν ἀ­πέρ­ρι­ψε τὸν ἄν­θρω­πο. Τὸν ἐ­πῆ­ρε πά­νω Του, τὸν προ­σέ­λα­βε γιὰ νὰ τὸν θε­ρα­πεύ­σει, νὰ τὸν ἀ­να­στή­σει, νὰ τὸν κά­νει ὄ­χι μό­νο ἠ­θι­κώ­τε­ρο ἢ κα­λύ­τε­ρο, ἀλ­λὰ θε­ὸ κα­τὰ Χά­ριν.
Καί ὁ Ὀρ­θό­δο­ξος θε­αν­θρω­πι­σμὸς δὲν ἀ­πέρ­ρι­ψε ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ τὸν ἀρ­χαι­ο­ελληνικό ἀν­θρω­πι­σμό. Τὸν προ­σέ­λα­βε, τὸν κα­θά­ρι­σε ἀ­πὸ τὸν πα­γα­νι­σμὸ καὶ τὸν με­τα­μόρ­φω­σε.
Σή­με­ρα μπο­ροῦ­με νὰ μι­λᾶ­με γιὰ ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξο θε­αν­θρω­πι­σμὸ, ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν δι­κή μας πα­ρά­δο­ση καὶ κλη­ρο­νο­μιά: Ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει ὑ­πέρ­τα­τη ἀ­ξί­α ἐ­πει­δὴ εἶ­ναι εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ. Ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που δὲν εὑ­ρί­σκε­ται στὸν ἐ­γω­ι­σμό, ἀλ­λὰ στὴν ἀ­γά­πη. Στὴν κοι­νω­νί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ἡ ἀ­λη­θι­νὴ κοι­νω­νί­α τῶν προ­σώ­πων, κοι­νω­νί­α θε­αν­θρώ­πι­νη. Ἡ προ­σω­πι­κὴ συ­νεί­δη­ση ἔ­χει προ­τε­ραι­ό­τη­τα ἔ­ναν­τι κά­θε κρα­τι­κῆς ἢ κομ­μα­τι­κῆς ἢ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κῆς ἰ­δε­ο­λο­γί­ας καὶ βί­ας.
Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μας εἶ­ναι τὸ θη­σαυ­ρο­φυ­λά­κιο καὶ τὸ ἐρ­γα­στή­ριο ποὺ δι­α­σῴ­ζει καὶ ἀ­να­πλάσ­σει τὸν μο­να­δι­κὸ αὐ­τὸν θε­αν­θρω­πι­σμό. Καρ­πὸς τοῦ θε­αν­θρω­πι­σμοῦ εἶ­ναι οἱ Ἅ­γιοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ὁ ὀρ­θό­δο­ξος βυ­ζαν­τι­νὸς πο­λι­τι­σμός, τὸ με­γα­λει­ῶ­δες ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κὸ καὶ ἐκ­πο­λι­τι­στι­κὸ ἔρ­γο τῆς βυ­ζαν­τι­νῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ Πο­λι­τεί­ας στοὺς Σλά­βους καὶ σὲ ἄλ­λους λα­ούς, ἡ ἀ­νε­πα­νά­λη­πτη ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ βυ­ζαν­τι­νὴ Τέ­χνη, τὸ τε­ρά­στιο κοι­νω­νι­κὸ καὶ φι­λαν­θρω­πι­κὸ ἔρ­γο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ ἐ­ξαν­θρω­πι­σμός τοῦ δι­καί­ου, ὁ Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξος κοι­νο­τι­σμός τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας, ἡ συμ­βο­λὴ στὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ἀ­λη­θι­νῆς παι­δεί­ας, ὁ ἀ­θω­νι­κός μο­να­χι­σμός, ἡ ἐ­θνε­γερ­σί­α τοῦ 1821. Αὐ­τὸν τὸν θε­αν­θρω­πι­σμὸ ἀμ­φι­σβη­τεῖ σή­με­ρα καὶ προ­σπα­θεῖ νὰ πε­ρι­ο­ρί­σει καὶ νά ἐ­ξο­βε­λί­σει ἀ­πὸ τὸν τό­πο μας ἕ­νας ἄλ­λος «ἀν­θρω­πι­σμὸς» χω­ρὶς Θε­ό, πού, πα­ρὰ τὰ δι­ά­φο­ρα προ­σω­πεῖ­α του, ἔ­χει κοι­νὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ τὴν ἀ­θε­ΐ­α καὶ τὸν ὑ­λι­σμό.
Ὁ ἀ­θε­ϊ­στι­κος καὶ ὑ­λι­στι­κὸς αὐ­τὸς «ἀν­θρω­πι­σμός», ποὺ ἄλ­λο­τε ἀ­νέ­χε­ται τὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ ἄλ­λο­τε γί­νε­ται ἔν­το­να ἀν­τι­εκ­κλη­σι­α­στι­κὸς ἐμ­φα­νί­ζε­ται σὰν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση καὶ χει­ρα­φέ­τη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που.
Ὡς ἐ­ὰν οἱ χι­λιά­δες τῶν μέ­χρι σή­με­ρα πι­στῶν καὶ Ἁ­γί­ων καὶ ἡ­ρῴ­ων μας νὰ μὴ ἦ­σαν ἐ­λεύ­θε­ροι καὶ ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι. Εἶ­ναι δυ­να­τὸν ὁ ἄν­θρω­πος νὰ εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νὰ ἐ­λεύ­θε­ρος, ὅ­ταν δὲν ἐ­λευ­θε­ρω­θεῖ ἀ­πὸ τὸν ἐ­γω­ι­σμό του καὶ τὰ πά­θη του καὶ ὅ­ταν ἡ δι­κή του κτι­στὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α δὲν πη­γά­ζει ἀ­πὸ τὴν ἄ­κτι­στη ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ του; Ἐν ὀ­νό­μα­τι αὐ­τῆς τῆς «ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σε­ως» νο­μι­μο­ποι­εῖ­ται τὸ ἔγ­κλη­μα τῶν ἐ­κτρώ­σε­ων μὲ συ­νέ­πεια τὴν αὔ­ξη­σή των, προ­πα­γαν­δί­ζε­ται ὁ χω­ρὶς ἠ­θι­κὴ ἔ­ρω­τας, ἀ­κό­μα καὶ ἡ δι­α­στρο­φή του, κα­ταρ­γεῖ­ται ἡ ἱ­ε­ρό­της τοῦ γά­μου καὶ τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας, προ­βάλ­λε­ται ἡ μοι­χεί­α ὡς λε­βεν­τιά.
Ὁ ἄ­θε­ος «ἀν­θρω­πι­σμὸς», ποὺ ἐ­ναν­τι­ώ­νε­ται στὸν θε­αν­θρω­πι­σμὸ τῆς πα­ρα­δό­σε­ώς μας, πε­ρι­ο­ρί­ζει τὸν ἄν­θρω­πο στὴν ζῳ­ώ­δη καὶ ἐ­πί­γεια ζω­ή του. Τὸν βλέ­πει σὰν ἐ­ξε­λιγ­μέ­νο ζῷ­ο καὶ σὰν οἰ­κο­νο­μι­κὴ καὶ κα­τα­να­λω­τι­κὴ μη­χα­νή, πα­ρα­γνω­ρί­ζον­τας τὴν θει­κὴ κα­τα­γω­γή του καὶ τὴν βα­θύ­τα­τη λα­χτά­ρα του γιὰ κα­τα­ξί­ω­ση, ἐ­πέ­κει­να τῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς του στὸν Θε­ὸ καὶ τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Σ' αὐ­τὸ ὀ­φεί­λε­ται ἡ βα­θειὰ κρί­ση τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς κοι­νω­νί­ας μας.
Ἀ­γα­πη­τὰ ἐν Χρι­στῷ παι­διά μου.
Ἡ Παρ­θέ­νος Μα­ρί­α δὲν εὕ­ρι­σκε «τό­πον ἐν τῷ κα­τα­λύ­μα­τι» νὰ γεν­νή­σει τὸν Ἰ­η­σοῦ. Ἡ σύγ­χρο­νη ἀ­πο­στα­σί­α προ­σπα­θεῖ καὶ στὸν τό­πο μας, στὴν Ἑλ­λά­δα, νὰ ἀ­φαι­ρέ­σει κά­θε κα­τά­λυ­μα γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ καὶ κυ­ρί­ως ἀ­πὸ τὶς καρ­δι­ὲς τῶν νέ­ων, σκό­πι­μα ἀ­πο­προ­σα­να­το­λί­ζον­τάς τους.
Τὸ ἐ­ρώ­τη­μα γιὰ κά­θε Ἕλ­λη­να εἶ­ναι καί­ριο καὶ ἄ­με­σο: θὰ ὑ­πο­κύ­ψου­με στὸν ἄ­θε­ο ἀν­θρω­πι­σμὸ ἢ θὰ μεί­νου­με πι­στοὶ στὸν ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξο θε­αν­θρω­πι­σμό μας; Θὰ ἑ­ορ­τά­σου­με Χρι­στού­γεν­να μὲ τὸν Χρι­στὸ ἢ Χρι­στού­γεν­να χω­ρὶς τὸν Χρι­στό;
Ὁ­λο­θερ­μὲς εἶ­ναι οἱ προ­σευ­χές μας ὁ νη­πιά­σας Θε­ός, ὁ Κύ­ριος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, νὰ ἔ­χει μό­νι­μο κα­τά­λυ­μα στὶς καρ­δι­ὲς ὅ­λων μας.


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2014  
Μέ πατρικές εὐχές
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

+ Ο ΧΙΟΥ, ΨΑΡΩΝ  ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ  ΜΑΡΚΟΣ
ΠΗΓΗ  ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ  

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Ποῦ γεννιέται ὁ Χριστός;

Ἠταν κατάκοποι. Δὲν τοὺς πείραζε ὅμως καθόλου αὐτό. Ἐκεῖνο ποὺ βαθιὰ τοὺς προβλημάτιζε ἦταν ἡ ἀπώλεια τοῦ ἀστέρος. Τοῦ ἀστέρος ποὺ γέμισε χαρὰ κι ἐλπίδα τὶς ψυχές τους μόλις τὸν πρωτοαντίκρισαν. Τοῦ ἀστέρος ποὺ ἔγινε γιὰ ἀρκετὸ διάστημα ὁ ὁδηγός τους ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Ἀνατολῆς ὣς τὰ μέρη τῆς Ἰουδαίας. Τοῦ ἀστέρος ποὺ ἁπάλυνε τοὺς κόπους τους, ποὺ ἡσύχαζε τοὺς λογισμούς τους καὶ αὔξανε τὶς σκέψεις τῆς ἐλπίδας τους.
Καὶ τώρα; Τώρα τὸ ἀστέρι, ὁ ὁδηγός τους, ἡ ἐλπίδα τους χάθηκε. Ἔτσι ξαφνικὰ καὶ ἀπρόσμενα.

Κι ἔμειναν μόνο μὲ τὴν ἐλπίδα μέσα τους. Μὲ τὴν κούραση νὰ ξεπροβάλλει μέσα ἀπ’ τὶς χαραμάδες τῶν λογισμῶν ποὺ τόσο καλὰ ἔφραζε τοῦτο τὸ ἀστέρι. Τὸ ἀστέρι τους.
Κι ὅμως, δὲν τὸ βάζουν κάτω. Δὲν ἀπελπίζονται. Δὲν καταθέτουν τὰ ὅπλα. Κάνουν τὸν πόθο τους ἀναζήτηση. Καὶ τὴν ἀναζήτησή τους ἐρώτημα. Ἐρώτημα ποὺ ἀπευθύνουν μὲ λαχτάρα σ’ ὅλα τὰ Ἱεροσόλυμα: «Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;» (Ματθ. β΄ 2). Ἐρώτημα ποὺ ἀπ’ τὶς ἀνήσυχες καρδιές τους φθάνει στὰ χείλη τους, κι ἀπὸ ἐκεῖ διαχέεται σ’ ὁλόκληρη τὴν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων. Περνάει τὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα. Γίνεται ἐχθρική, ἐναγώνια ἀπορία στὰ χείλη τοῦ ἴδιου τοῦ βασιλιᾶ Ἡρώδη: «Ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται;» (Ματθ. β΄ 4).

Ποῦ γεννιέται ὁ Χριστός;

Τὸν ἀναζητοῦν οἱ Μάγοι ἐξ ἀνατολῶν μὲ πόθο βαθύ, μὲ προσδοκία ἐσωτερική. Μὲ διάθεση νὰ Τὸν προσκυνήσουν καὶ νὰ Τοῦ προσφέρουν τὰ δῶρα τῆς καρδιᾶς τους. Τὸν ψάχνουν οἱ κάτοικοι τῶν Ἱεροσολύμων ἀπὸ περιέργεια, μὲ μιὰ διάθεση ἡ ἀναζήτησή τους νὰ ταράξει λιγάκι τὰ λιμνάζοντα νερὰ τῆς καθημερινῆς τους ρουτίνας. Τὸν ψάχνουν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς τοῦ λαοῦ γιὰ νὰ προσφέρουν ὑποτέλεια καὶ ἐκδούλευση στὸ βασιλιὰ Ἡρώδη.
Τὸν ψάχνει ἔντρομος καὶ ἀνήσυχος ὁ βασιλιὰς μὲ σκοπὸ ἐχθρικὸ καὶ δόλιο, γιατὶ νιώθει τὴν εὔθραυστη βασιλεία του νὰ ἀπειλεῖται ἀπὸ τὸν νηπιάσαντα «βασιλέα τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριον τῶν κυριευόντων».
Χριστούγεννα. Ὁ Κύριος θὰ γεννηθεῖ ξανά. Κι ὅπως τότε ἔτσι καὶ τώρα· ἡ ἴδια ἀναζήτηση καὶ ἡ ἴδια ἀπορία: «Ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται;» Γιὰ τοὺς πολλοὺς ἡ Γέννησή Του θὰ σημάνει τὴν εὐκαιρία τῆς συμμετοχῆς τους στὰ κοσμικὰ ρεβεγιὸν καὶ στὰ νυκτερινὰ κέντρα διασκέδασης. Ὁ ἐρχομός Του θά ’ναι μιὰ ἀκόμη εὐκαιρία γιὰ «διασκέδαση» καὶ γιὰ ξεφάντωμα.

Ἄλλοι πάλι θὰ «ἀναζητήσουν» κάτι στὰ πλούσια τραπέζια καὶ στὰ ἐντυπωσιακὰ δῶρα.

Ἐνῶ ἄλλοι θὰ περπατήσουν χιλιόμετρα μπροστὰ ἀπὸ στολισμένες βιτρίνες καὶ φωταγωγημένους δρόμους μὲ τὴν ψευδαίσθηση ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ ἀτμόσφαιρα μέσα στὴν ὁποία μποροῦν νὰ αἰσθανθοῦν πὼς γεννιέται καὶ πάλι ὁ Χριστός.

«Ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται;»

Εἶναι ἀλήθεια τοῦτο τὸ ἐρώτημα σεισμὸς ποὺ συγκλονίζει τὸ ἐσωτερικό μας; Ἐκφράζει τοῦτο τὸ ἐρώτημα τὴν πιὸ βαθιά μας ἀναζήτηση; Τὸν πιὸ μεγάλο πόθο μας; Τὴν ἀσίγαστη λαχτάρα μας;

Παραμονὲς Χριστουγέννων. Τὸ ἀστέρι ποὺ ὁδηγεῖ τὰ βήματά μας ὣς Αὐτὸν ποὺ ἐπτώχευσε ἔχει πολλὲς φορὲς φανεῖ καὶ στὴ δική μας ζωή. Ἂς Τὸν ἀναζητήσουμε λοιπόν, ὄχι μὲ τὴν ἀδιαφορία μιᾶς ἁπλῆς περιέργειας. Οὔτε μὲ τὸ «ἐνδιαφέρον» μιᾶς ἑορταστικῆς συνήθειας. Φυσικὰ χωρὶς τὴ σπουδὴ τῆς φιλάργυρης κερδοφορίας. Ἂς Τὸν ἀναζητήσουμε ταπεινοὶ προσκυνητὲς τοῦ μεγαλείου τῆς ἀγάπης Του στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες. Αὐτὲς ποὺ προετοιμάζουν τὸν ἐρχομό Του ἐντός μας. Αὐτὲς ποὺ φωτίζουν τὸν δρόμο ὣς τὴ Φάτνη ὅπου ἀνακλίνεται. Ἂς Τὸν ἀναζητήσουμε στὴν ἱερὴ ὑμνολογία, ποὺ περιγράφει, ἐξυμνεῖ, θεολογεῖ καὶ δοξάζει τὸν χαριτόβρυτο ἐρχομό Του. Ἂς Τὸν ἀναζητήσουμε στὴν ἱερὴ εἰκονογραφία ποὺ ἱστορεῖ μὲ χρώματα ἁπλὰ ἀλλὰ ἐκφραστικὰ «ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός». Ἂς Τὸν ἀναζητήσουμε μὲ τὴν ἱερὴ προσωπική μας πνευματικὴ προετοιμασία. Καθαρίζοντας τὸ ἐσωτερικὸ τῆς καρδιᾶς μας μὲ μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση εἰλικρινὴ ποὺ λευκαίνει τὶς καρδιές μας καὶ τὶς κάνει χωρητικὲς τῆς δικῆς Του συγκαταβάσεως.

Ἂς Τὸν ἀναζητήσουμε στὰ πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν μας. Αὐτῶν ποὺ μισοῦμε καὶ ἀντιπαθοῦμε. Αὐτῶν ποὺ ἀποφεύγουμε νὰ τοὺς μιλήσουμε, ἐπειδὴ δὲν εἴμαστε διατεθειμένοι νὰ ξεχάσουμε τὸ κακὸ ποὺ μᾶς ἔγινε. Ἂς Τὸν ἀναζητήσουμε στὰ πρόσωπα τῶν φτωχῶν, τῶν ὀρφανῶν, τῶν ἀσθενῶν κι ὅλων τῶν ἀναγκεμένων. Γιατὶ ἐκεῖ ὑπάρχει Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἡ Ἀγάπη κι ἀπὸ ἀγάπη ἦλθε στὴ γῆ μας, γιὰ νὰ μᾶς μάθει ν’ ἀγαπᾶμε. 

«Δεῦτε ἴδωμεν πιστοὶ ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός· ἀκολουθήσωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ». Ἂς τὸ ἀκολουθήσουμε, τὸ ἄστρο ποὺ φτάνει ὣς τὴ Φάτνη τῆς Βηθλεέμ. Τὸ ἄστρο ποὺ φωτίζει τὴ συνείδησή μας. Τὸ ἄστρο ποὺ δείχνει τὸν δρόμο γιὰ τὰ ἀληθινά, τὰ πνευματικά, τὰ κοσμοσωτήρια καὶ τὰ λυτρωτικὰ Χριστούγεννα, γιὰ νὰ τὰ ἑορτάσουμε ἔτσι ὅπως μᾶς προτρέπει ἡ ἀρχιερατικὴ καρδιὰ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Μὴ πανηγυρικῶς, ἀλλὰ θεϊκῶς· μὴ κοσμικῶς, ἀλλ’ ὑπερκοσμίως· μὴ τὰ ἡμέτερα, ἀλλὰ τὰ τοῦ ἡμετέρου, μᾶλλον δὲ τὰ τοῦ δεσπότου· μὴ τὰ τῆς ἀσθενείας, ἀλλὰ τὰ τῆς ἰατρείας· μὴ τὰ τῆς πλάσεως, ἀλλὰ τὰ τῆς ἀναπλάσεως» (PG 36, 516). Ὄχι μὲ κοσμικοὺς πανηγυρισμοὺς ἀλλὰ μὲ πνευματικὲς πρὸς τὸν Θεὸ ἀνατάσεις. Ὄχι κοσμικὰ ἀλλὰ ὑπερκόσμια. Ὄχι δίνοντας προβάδισμα στὶς δικές μας φθηνὲς ἀπαιτήσεις καὶ «ἀνάγκες», ἀλλὰ προτάσσοντας αὐτὰ ποὺ ἐπιθυμεῖ Ἐκεῖνος. Ὁ Θεὸς ποὺ γίνεται ἄνθρωπος δικός μας. Ὄχι ὅ,τι ζητάει ἡ ἀσθενική μας ἁμαρτωλὴ φύση, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ ταιριάζουν στὴν ὑγιὴ κατάσταση ποὺ μᾶς παρέχει ἡ θεία Ἐνανθρώπησή Του. Ὄχι μὲ τὸν φυσικὸ τρόπο ζωῆς, ἀλλὰ μὲ τὶς ὑπερφυσικὲς δυνατότητες ποὺ μᾶς χαρίζει ἡ θεία Γέννησή του.

Πηγή: Ο Σωτήρ

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

 

«Χριστουγεννιάτικη Ιστορία», Αναγνωστικό Β’ Δημοτικού 1948

Εἶναι παραμονὴ Χριστουγέννων. Βράδυ καὶ τὸ κρύο ἔξω εἶναι τσουχτερό. Τὸ χιόνι σὰν ἄσπρο σεντόνι σκεπάζει τοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ καὶ τὰ γύρω βουνά. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα πῆγαν στὴν ἐκκλησία. Τὰ παιδιὰ εἶναι λυπημένα, γιατὶ δὲν πῆγαν κι ἐκεῖνα. Τότε ἡ γιαγιά, γιὰ νὰ διώξη τὴ στενοχώρια τῶν παιδιῶν, ἄρχισε νὰ τοὺς λέη τὴ χριστουγεννιάτικη ἱστορία.
– Μιὰ φορά, ξεκίνησε ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν καλύβα του νὰ βρῆ φωτιά. Γύριζε ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα, χτυποῦσε νὰ τοῦ ἀνοίξουν κι ἔλεγε:
– Βοηθῆστε με, καλοί μου ἄνθρωποι! Ἡ γυναίκα μου γέννησε ἕνα παιδάκι… Πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιά, γιὰ νὰ ζεστάνω κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό. Μὰ ἦταν νύχτα. Ὅλοι κοιμόνταν κλεισμένοι στὰ σπίτια τους καὶ κανένας δὲν ἔδινε ἀπάντηση στὰ παρακάλια του. Ὁ ἄνθρωπος ὅλο καὶ προχωροῦσε καὶ ξεμάκραινε ἀπὸ τὴ φτωχή του καλύβα.
Κάποτε εἶδε μακριὰ ἕνα μικρό φῶς. Ὅλος χαρά, πὼς θάβρισκε πιὰ φωτιά, κίνησε κατὰ κεῖ. Ὅταν πλησίασε, εἶδε πὼς ἦταν μιὰ μεγάλη φωτιὰ κι ὁλόγυρά της ἦταν ξαπλωμένα ἕνα κοπάδι ἄσπρα πρόβατα.
Τὸ κοπάδι τὸ φύλαγε ἕνας γεροβοσκός.
Κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ χρειαζόταν τὴ φωτιά, πλησίασε τὰ πρόβατα καὶ εἶδε, πὼς στὰ πόδια τοῦ βοσκοῦ ἦταν ξαπλωμένα τρία μεγάλα σκυλιά.
Ὅταν πλησίασε ὁ ἄνθρωπος τὰ σκυλιά, ἐκεῖνα ξύπνησαν κι ἄνοιξαν τὰ μεγάλα τους στόματα, γιὰ νὰ γαβγίσουν. Μὰ ἡ φωνή τους παράλυσε στὸ στόμα τους καὶ κανένα γάβγισμα δὲν τάραξε τὴ νυχτερινὴ ἡσυχία.
Τότε ὁ ἄνθρωπος εἶδε, πὼς ἀνασηκώθηκε ἡ τρίχα τους, πὼς γυάλισαν τὰ δόντια τους καὶ πὼς ρίχτηκαν ἐπάνω του. Ἔνιωσε πὼς ἕνα σκυλὶ τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὰ γόνατα, τ’ ἄλλο ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ τρίτο κρεμάστηκε ἀπὸ τό λαιμό του. Μὰ τὰ δόντια τους ἔμειναν παράλυτα καὶ τὰ σκυλιά,  χωρὶς νὰ τοῦ κάνουν κανένα κακό, τραβήχτηκαν.
Τότε ὁ ἄνθρωπος ἔκαμε νὰ πλησιάση στὴ φωτιά, μὰ τὰ πρόβατα στριμώχτηκαν τὸ ἕνα κοντὰ στό ἄλλο, τόσο πολύ, ποὺ δὲν εἶχε ποῦ νὰ πατήση. Τότε κι αὐτὸς ἄρχισε νὰ πατάη στὶς πλάτες τους, μὰ κανένα ἀπὸ τὰ πρόβατα οὔτε κουνήθηκε,οὔτε ξύπνησε.
Τότε ὁ Γιαννάκης ρώτησε:
– Γιατί, γιαγιά, τὰ πρόβατα ἐξακολούθησαν ἥσυχα τὸν ὕπνο τους, ἀφοῦ ξέρομε πόσο δειλὰ εἶναι;
– Ἔχε λίγη ὑπομονὴ καὶ θὰ τὸ μάθης, εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε τὴ διήγησή της:
– Ὅταν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πλησίασε σχεδὸν τὴ φωτιά, ὁ βοσκὸς σήκωσε τὸ κεφάλι του.
Ἦταν ἕνας κατσουφιασμένος γέρος, παράξενος καὶ σκληρὸς καὶ μιλοῦσε ἀπότομα σὲ ὅλους. Ὅταν εἶδε τὸν ἄγνωστο, ποὺ πλησίαζε, ἔριξε ἐπάνω του τὴ μακριά του γκλίτσα, ποὺ ἦταν στὴν ἄκρη μυτερή. Μὰ ἡ γκλίτσα λοξοδρόμησε κι ἔπεσε μὲ πολὺ κρότο στὴ γῆ, χωρὶς νὰ βλάψη τὸν ἄγνωστο.
Ἡ γιαγιὰ ἤθελε νὰ ἐξακολουθήση, μὰ ὁ Κωστάκης τώρα μὲ τὴν ἀράδα του τὴ ρώτησε: – Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν πέτυχε ἡ γκλίτσα; Μὰ ἡ γιαγιά, χωρὶς νὰ προσέξη τὴν ἐρώτηση τοῦ Κωστάκη, ἐξακολούθησε:
– Τότε ὁ ἄγνωστος πλησίασε τὸ βοσκὸ καὶ τοῦ εἶπε:
– Καλέ μου ἄνθρωπε, βοήθησέ με καὶ δῶσε μου λίγη φωτιά. ῾Η γυναίκα μου γέννησε καὶ πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιὰ νὰ ζεσταθῆ κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό.
Ὁ βοσκὸς θέλησε νὰ τοῦ ἀρνηθῆ. Θυμήθηκε ὅμως, πὼς τὰ σκυλιὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν δαγκάσουν, τὰ πράβατα δὲν τὸν φοβήθηκαν καὶ δὲν σκορπίστηκαν καὶ πὼς ἡ μαγκούρα του δὲν τὸν πέτυχε καὶ δείλιασε. Δὲν τόλμησε λοιπὸν νὰ ἀρνηθῆ στὸν ἄγνωστο.
– Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις! εἶπε ὁ βοσκός.
Μὰ ἡ φωτιὰ εἶχε χωνέψει πιὰ καὶ δὲν εἶχε κανένα μακρὺ ξύλο ἢ κλαδί. Ἦταν μονάχα ἕνας μεγάλος σωρὸς ἀπὸ ἀναμμένα κάρβουνα. Καὶ ὁ ἄγνωστος δὲν εἶχε οὔτε φτυάρι, οὔτε κανέναν τενεκέ, οὔτε τίποτ’ ἄλλο, γιὰ νὰ τὰ βάλη καὶ νὰ τὸν πάη σπίτι του.
Ὁ βοσκός, ποὺ τόνιωσε αὐτό, τοῦ ξαναεῖπε:
– Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις καὶ ἀπὸ μέσα του χαιρόταν, πὼς δὲ θὰ μπορέση νὰ πάρη φωτιά.
Μὰ ὁ ἄγνωστος ἔσκυψε, παραμέρισε μὲ τὸ χέρι του τὴ στάχτη ἀπὸ τὰ κάρβουνα, ὕστερα ἀνασήκωσε τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ φόρεμά του καὶ τὰ ἔβαλε ἐκεῖ. Τί περίεργο ὅμως! Τὰ κάρβουνα, οὔτε τὰ χέρια του ἔκαιγαν, ὅταν τάπιανε, οὔτε τώρα τὸ φόρεμά του. Τὰ πήγαινε σπίτι του, σὰ νὰ μὴν ἦταν ἀναμμένα κάρβουνα, ἀλλὰ μῆλα ἢ καρύδια.
Ἐδῶ γιὰ τρίτη φορὰ τὰ παιδιὰ ρώτησαν τὴ γιαγιά:
– Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν ἔκαψαν τὰ κάρβουνα;
– Τώρα θὰ ἰδῆτε γιατί, περιμένετε! Εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε.
Ὅταν εἶδε αὐτὰ ὁ κακὸς βοσκός, ἀπόρησε.
– Μὰ τί νύχτα εἶναι αὐτή, συλλογίστηκε, ποὺ τ’ ἀγριόσκυλα δὲ δαγκάνουν, τὰ πρόβατα δὲν τρομάζουν, ἡ γκλίτσα δὲν πληγώνει καὶ τὰ κάρβουνα δὲν καῖνε;
Σταμάτησε τὸν ἄγνωστο καὶ τὸν ρώτησε:
– Τί νύχτα εἶναι ἡ σημερινὴ καὶ γιατί ὅλα ἔχουν τόση καλοσύνη γιὰ σένα;
– Ἄν δὲν τὸ βλέπεις μόνος σου, δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ σοῦ ἐξηγήσω, ἀποκρίθηκε ὁ ἄγνωστος, καὶ τράβηξε τὸ δρόμο του, γιὰ νὰ προφτάση νὰ ζεστάνη τὴ γυναίκα του καὶ τὸ βρέφος.
Ὁ βοσκὸς ἀποφάσισε ν᾽ ἀκολουθήση τὸν ἄγνωστο καὶ νὰ μάθη τί σημαίνουν ὅλα αὐτά. Πήγαινε λοιπὸν ἀπὸ πίσω του, ὥσπου ὁ ἄγνωστος ἔφτασε στὴν καλύβα του.
Εἶδε τότε ὁ βοσκός, πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν εἶχε οὔτε καλύβα καὶ πὼς ἡ γυναίκα του καὶ τὸ μωρὸ ἦταν ξαπλωμένοι μέσα σὲ μιὰ γυμνὴ σπηλιά, ποὺ δὲν εἶχε τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ τοὺς τέσσερεις γυμνοὺς τοίχους. Ὁ βοσκὸς σκέφτηκε τότε, πὼς τὸ μικρὸ καὶ ἀθῶο βρέφος θὰ πάγωνε μέσα στὴ σπηλιὰ κι ἂν καὶ ἡ καρδιά του ἦταν σκληρή, τὸ λυπήθηκε. Ξεκρέμασε τότε τὸ σακούλι, ποὺ εἶχε κρεμασμένο στὸν ὦμο του, ἔβγαλε μιὰ κάτασπρη μαλακὴ προβιὰ καὶ τὴν ἔδωσε στὸν ἄγνωστο νὰ τὴ στρώση κάτω ἀπὸ τὸ παιδάκι.
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ποὺ αὐτὸς ὁ σκληρὸς ἄνθρωπος ἔνιωσε συμπόνια γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους κι ἔκαμε μιὰν ἐλεημοσύνη, ἄνοιξαν τὰ μάτια του. Εἶδε αὐτά, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε νὰ ἰδῆ κι ἄκουσε ἐκεῖνο, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε ν’ ἀκούση.
Εἶδε, πὼς ὁλόγυρα ἦταν ἄγγελοι μ᾽ ἀσημένιες φτεροῦγες καὶ πὼς στὰ χέρια τους κρατοῦσαν κιθάρες. Κι ἄκουσε ποὺ ἔψαλλαν, πὼς τὴ νύχτα ἐκείνη γεννήθηκε ὁ Σωτὴρας τοῦ κόσμου.
Τὸτε κατάλαβε ὁ βοσκός, γιατί τὴ νύχτα ἐκείνη δὲν μποροῦσε κανένας νὰ κάμη κακὸ στὸν ἄγνωστο.
Ἔπειτα εἶδε ὁ βοσκός, πὼς ἄγγελοι ἦταν παντοῦ. Κάθονταν στὴ σπηλιά, κατέβαιναν ἀπ᾽ τὸ βουνό, πετοῦσαν στὸν οὐρανό, περπατοῦσαν πολλοὶ μαζὶ στοὺς δρόμους, σταματοῦσαν στὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς καὶ κοίταζαν τὸ βρέφος. Παντοῦ ἦταν σκορπισμένη ἡ χαρά, τὸ τραγούδι καὶ μιὰ λεπτὴ ψαλμωδία. Κι ὅταν ὁ βοσκὸς στὴ σκοτεινὴ ἐκείνη νύχτα εἶδε κι ἄκουσε, ὅσα πρὶν οὔτε ἔβλεπε οὔτε ἄκουε, ἔνιωσε μεγάλη χαρά, ποὺ ἄνοιξαν τὰ μάτια του καὶ γονάτισε κι εὐχαρίστησε τὸ Θεό.
Τότε κι ὁ Γιαννάκης, ποὺ ἡ γιαγιὰ πιὰ σταμάτησε τὴ διήγησή της, εἶπε:
– Τώρα, γιαγιά, κατάλαβα κι ἐγώ, γιατί ἐκείνη τὴ νύχτα τὰ σκυλιὰ δὲ δάγκωναν, τὰ πρόβατα δὲν ξυπνοῦσαν ἀπὸ τὸ φόβο τους, ἡ γκλίτσα δὲν πλήγωνε καὶ τὰ κάρβουνα δὲν ἔκαιαν. Εἶχαν ὅλα τὴν καλοσύνη τοῦ Χριστούλη μας, γιατὶ τὸ μωρό, ποὺ γεννήθηκε ἐκείνη τὴ νύχτα, ἦταν ὁ Χριστός!
῎Ε, γιαγιάκα;
– Ναί, παιδάκια μου, εἶπε ἡ γιαγιὰ καὶ φίλησε τὰ ἐγγονάκια της. ᾽Ελᾶτε τώρα καὶ σεῖς στὰ κρεβατάκια σας νὰ κοιμηθῆτε.
Πηγή : Αναγνωστικό Β’ Δημοτικού 1948 /www.trelogiannis.blogspot.com
Κυριακή προ Χριστουγέννων: Ὁ ἐρχομός τοῦ Θεοῦ στή γῆ καί τή zωή μας


Τό μυστήριο τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ στή γῆ μᾶs προτρέπει νά ζήσουμε ἡ γιορτή τῶν Χριστουγέννων, πού πλησιάζει. Αὐτός ὁ ἐρχομός εἶναι μία θεμελιώδη ἀφετηρία πού βαθαίνει τό νόημα τῆς ζωῆs καί τῆς ὑπαρξήs μαs καί ἀνανεώνει τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα μαs στή ζωντανή παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί γύρω μας. Ἡ Ἐκκλησία διακηρύσσει πανηγυρικά ὅτι ὁ Θεόs ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωποs Θεός. Αὐτή ἡ ἀλήθεια φωτίζει τά πιό σκοτεινά στοιχεῖα τῆς ζωῆς μας. Αὐτή ἡ πίστη γίνεται πηγή χαρᾶς, πού ἀνοίγει τήν πόρτα τῆς ὕπαρξής μας στόν ὑπερβατικό κόσμο τοῦ Θεοῦ. Τά Εὐαγγέλια, μᾶς λέει ἡ σημερινή περικοπή, περιγράφουν μέ λιτά χρώματα τήν παράδοξη γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τήν προσδοκία καί τήν ἐκπλήρωση τῶν προφητειῶν. Οἱ Πατέρεs τῆς Ἐκκλησίαs θεολόγησαν φωτισμένα πάνω στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ὑμνογράφοι ἐγκωμίασαν ἐκστατικοί τή συγκατάβαση καί τήν κάθοδο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τήν ἄνοδο τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Δημιουργός γίνεται δημιούργημα. Ὁ Ἀόρατος ὁρᾶται, ὁ Ἄναρχος ψηλαφίζεται, ὁ ἀσώματος Θεόs λαμβάνει σῶμα, ὁ Ἄναρχος ἀρχίζει ὡς θεάνθρωποs τήν ἐπίγεια ζωή Του.

Ἔτσι λοιπόν «ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», κατέβηκε ὁ Θεός ἀπό τό ὕψος τοῦ οὐρανοῦ, δηλαδή ἀπό τό ἀσύλληπτο μυστήριο τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀγάπηs Του, γιά νά ἑνωθεῖ μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, «καί μή ἐκστὰς τῆς φύσεως, μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος». Εἰσέρχεται στή δική μας πραγματικότητα, μέσα στό εἶναι μας καί στή ζωή μας. Ὁ Θεός διάλεξε τό πιό σκοτεινό σημεῖο τῆς Ἱστορίας, γιά νά ἐκπληρώσει τίς ὑποσχέσειs Του, σέ ἕναν τόπο καί μέ ἕναν τρόπο πού μᾶς προκαλεῖ κατάπληξη. Ὁ ἀκατάληπτος καί παράδοξος τρόπος μέ τόν ὁποῖον ἦλθε ὁ Θεόs στή γῆ μας, ἀλλά καί ἔρχεται κάθε φορὰ στή ζωή μας, ἀνατρέπει τά ἀνθρώπινα δεδομένα καί ἐπιβεβαιώνει ὅτι «τά ἀδύνατα παρ' ἀνθρώπου δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστι». Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ «ἀνέτειλε τῷ κόσμω τό φῶς τό τῆς γνώσεως», γιατί φανέρωσε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί τοῦ τέλειου ἀνθρώπου. Μία τέτοια γνώση εἶναι φῶς τῆς ψυχῆς. Νά γιατί ἡ Σάρκωση τοῦ Θεοῦ, ὡς γνώση τῆς ἀπόλυτης ἀλήθειας, δέν συγκρίνεται μέ καμιά ἄλλη γνώση καί ἀλήθεια τοῦ κόσμου, ἀφοῦ μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ οὐρανός κατέβηκε στή γῆ καί ὁ ἄνθρωπος βρῆκε αὐτό πού ἀναζητοῦσε τόσο ἐπίμονα.

Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου. Ἐμεῖς, οἱ πιστοί, καλούμαστε νά ζήσουμε αὐτό τό μυστήριο τῆς ἱστορίας ὡς τό θαῦμα τῆς δικῆς μας ὕπαρξης καί ζωῆς. Γιατί ὅσο ὁ «ἥλιος τῆς δικαιοσύνηs» δέν ἀνατέλλει στήν ψυχή μαs, μάταια ἀναζητοῦμε νά βροῦμε μέσα στόν κόσμο τόν «τεχθέντα βασιλέα» τοῦ ὁράματος τῶν προφητειῶν καί τῆς βεβαιότητας τῶν Γραφῶν. Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία διαρκὴς πρόσκληση νά ἀναγεννηθοῦμε πνευματικά. Ἡ πνευματική ἀναγέννηση ἀποτελεῖ ἕνα ὑπαρξιακό γεγονός, ἕνα μέγιστο θαῦμα, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνα νέο πρόσωπο. Ἕνας διαπρεπήs θεολόγοs μέ τή ρωμαλέα σκέψη του συνδέει τήν πνευματική ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ «ὡς παιδίου», ὅταν γράφει: «Οἱ λέξεις παιδίον καί Θεόs εἶναι ἀποκαλυπτικές γιά τό μυστήριο τῶν Χριστουγέννων. Κατά κάποιον τρόπο, εἶναι ἕνα μυστήριο πού ἀπευθύνεται στό παιδί πού συνεχίζει νά ζεῖ μυστικά μέσα στόν κάθε ἐνήλικο, στό παιδί πού συνεχίζει νά ἀκούει ὅτι ὁ ἐνήλικος ἔχει πάψει νά ἀκούει καί πού ἀνταποκρίνεται μέ μία χαρά, πού ὁ ἐνήλικοs μέσα στόν ὑπερώριμο, κουρασμένο καί κυνικό κόσμο πού ζεῖ ἀδυνατεῖ νά νιώσει».

Ἄλλωστε ὁ Χριστός στό Εὐαγγέλιό Του μᾶς λέει: «Γίνεσθε ὡς τά παιδία» (Ματθ. 18,3). Μέ τή φράση Του αὐτή δέν ὑπαινίσσεται μόνο τή χαμένη ἀθωότητα καί ἀνεξικακία, ἀλλά μᾶς παρακινεῖ νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι κάθε φορὰ πού γινόμαστε σάν τά παιδιά, ξαναγεννιόμαστε πνευματικά, ἀφοῦ βρίσκουμε αὐτό πού ἔχουμε χάσει, δηλαδή τή δυνατότητα νά παραδινόμαστε σέ αὐτό πού ἀγαπᾶμε καί ἐμπιστευόμαστε. Ἔτσι μόνο ζοῦμε τήν ὑπέρβαση, τό θαῦμα, τό μυστήριο.

Ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἄς μή θρηνοῦμε τόν κοσμικό ἑορτασμό τῶν Χριστουγέννων. Τήν κομματιασμένη εἰκόνα τοῦ κόσμου γύρω μας καί τήν ἀμαυρωμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα μας ἦρθε νά συμμαζέψει καί νά ἀναπλάσσει ὁ «ἐν σπηλαίῳ γεννηθείs καί ἐν φάτνῃ ἀνακλιθεὶς Κύριος». Ἄν αὐτό μᾶς συγκλονίσει, θά ξαναγεννηθοῦμε μέσα μας, καί τότε μποροῦμε νά ἐλπίζουμε ὅτι θά ἀλλάξει καί ὁ κόσμος γύρω μας. Ἀμήν.

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Παρακλητικός Κανών εις τον άγιον πατέρα ημών Διονύσιον, Αρχιεπίσκοπον Αιγίνης τον θαυματουργόν και προστάτην Ζακύνθου [+ 17 Δεκεμβρίου]
Ο Άγιος Διονύσιος συγχωρεί τον φονιά του αδελφού του.

ΚΑΝΩΝ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΗΜΩΝ
Δ Ι Ο Ν Υ Σ Ι Ο Ν
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΑΙΓΙΝΗΣ ΤΟΝ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΝ
ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΗΝ ΖΑΚΥΝΘΟΥ

Μετά τον ευλογητόν, το Κύριε εισάκουσον μεθ’ ό το, Θεός Κύριος,
και το εξής τροπάριον.
Ήχος Δ’. Τη Θεοτόκω εκτενώς.
Διονυσίου ιεραίς μεσιτείαις, παθών ποικίλων πειρασμών και κινδύνων, τους σους ικέτας λύτρωσαι Χριστέ ο Θεός, οίκτειρον το πλάσμα σου, ως Θεός ελεήμων, σώσον τους υμνουντάς σε, από βλάβης παντοίας˙ σοι γαρ βοώμεν πάντες εκτενώς, μη υπερόψη ημάς πολυεύσπλαγχνε.
Δόξα το αυτό˙ Και νύν. Ού σιωπήσομεν ποτέ.

Ο Ν’. Και ο Κανών.

Ωδή Α’. Ήχος Πλ. Δ’ . Αρματηλάτην Φαραώ…
Γλωττοστροφούντας αφυείς απέδειξας, εν τω υμνήσαι τα σα˙ υλικών γαρ φύσιν, πάσαν υπερέβαλες, τη της ζωής λαμπρότητι, ουρανών όθεν νόες, άφθαρτα στέφη σε έθηκαν, άσαρκον ορώντές σε άνθρωπον.

Ιχθυοβόλους τη καινή εξέπληξας, άγρα πεισθέντας εν σοι, ψυχοβλαβή πλάνην, μετά τούτο έπαυσας, ανδρών τοιούτων θαύματι, ιερέων παρόντων, αποτυγχάνειν του πράγματος, τούτους νουθετών Διονύσιε.

Όλον τον πόθον προς Θεόν ανέθηκας, από νεότητος, και του κόσμου πάντα, τα ηδέα πάνσοφε, και της σαρκός προσπάθειαν, βδελυξάμενος όντως, εγένου όλος ουράνιος, και κατοικητήριον πνεύματος.
Θεοτόκιον.
Ανάρχου Μήτερ εξειπείν τα τέρατα, τις εξισχύει ποτέ; Όσα περ ειργάσω, τον Θεόν βαστάσασα, εν τη γαστρί σου έμβρυον, απαρχή σωτηρίας, της των ανθρώπων υπάρξασα, τέλος και των τούτοις κακώσεων.

Ωδή Γ’. Ουρανίας αψίδος.
Της ψυχής καθορών σου, το νουνεχές ένδοξε, άπας της Αιγίνης ο Δήμος, σε προχειρίζεται, Ποιμένα άριστον, και Ιεράρχην φωσφόρον, νεύσει του Παντάνακτος καθοδηγούμενος.

Σε προβάλλεται πρέσβυν, η ση πατρίς Ζάκυνθος, έχουσα εν κόλποις σον σκήνος, το θαυματόβρυτον, εξ ού προχέονται, τοις προσιούσιν εν πίστει, νάμματα σωτήρια ώ Διονύσιε.

Συμπληροίς τας αιτήσεις, τερατουργέ άπασιν˙ επί σοι γαρ χάρις θεόθεν, πάσα κεκένωται, και των θαυμάτων των σων, ούκ έστι πέρας αντλήσαι, της Ζακύνθου γέννημα, ώ Διονύσιε.
Θεοτόκιον.
Ουρανών πλατυτέρα, η ση γαστήρ δείκνυται, πάναγνε παρθένε Μαρία, θεοχαρίτωτε˙ ο γαρ αχώρητος, παντί τω κόσμω εδείχθη, χωρητός εν μήτρα σου, καθώς ηυδόκησε.

Ναυάγησον, των πολεμίων την έφοδον Ιεράρχα, πάντας σκέπων αεί θερμώς, τους εις σε καταφεύγοντας, και φάνηθι δούλοις σου προστασία.

Επίβλεψον εν ευμενεία…

Αίτησις και το Κάθισμα.
Ήχος Β’. Πρεσβεία θερμή.
Χριστέ Ιησού, ελέησον τους δούλους σου, πρεσβεύει θερμώς, ο μέγας Διονύσιος, ταις αυτού δεήσεσι, ψυχικών κινδύνων ημάς απάλλαξον, και θείας δόξης δείξον κοινωνούς, ο μόνος δοξάζων τους αγίους σου.

Ωδή Δ’. Συ μου ισχύς, Κύριε.
Όλον τον νούν, προς ουρανόν ανεπτέρωσας, και ψυχήν σου, Πάτερ κατελάμπρυνας, τη ποικιλία των αρετών, γενόμενος όλος, κατοικητήριον πνεύματος˙  διο την των  θαυμάτων, κομισάμενος χάριν, ιατρός ανεδείχθης πανάριστος.

Οι εν δεινοίς, κατατηκόμενοι πάθεσι, και παντοίαις νόσοις πιεζόμενοι τω σω τεμένει μετά σπουδής, πίστει προσελθόντες, και σκήνος σον ασπαζόμενοι, τρυγώσι τας ιάσεις, των ψυχών και σωμάτων, σαις λιταίς προς Θεόν Διονύσιε.

Σε βοηθόν, κέκτηται όντως και πρόμαχον, των Στροφάδων, Μονή η σεβάσμιος, και οι μακάριοι εν αυτή, ασκούντες πατέρες, τη σκέπη σου εναμβρύνονται, λυτρούμενοι παντοίων, πειρασμών τε και νόσων, και ποικίλων βελών του αλάστορος.
Θεοτόκιον.
Των ουρανών, αι τάξεις πάσαι εξέστησαν, θεωρούσαι, ως βροτόν γενόμενον, τον προ αιώνων εκ του Πατρός, αρρεύστως τεχθέντα, και κόσμον δημιουργήσαντα, διο μεγαλοφώνως, ουρανόθεν εβόων, τη δυνάμει σου˙ δόξα φιλάνθρωπε.

Ωδή Ε’. Ίνα τι με απώσω.
Ώστερ στύλω νεφέλης, πάλαι τοις αγίοις σου ελάλεις Κύριε, Σαμουήλ Μωσεί τε, τοις τηρούσι τα θεία προστάγματα, ούτω νυν παράσχου, Διονυσίου ταις πρεσβείαις, ημίν πάσι πταισμάτων την άφεσιν.

Όρμος πάσιν εδείχθης, θαλαττοπορούσι, μεγάλω εν κλύδωνι, και επικαλούσι, το σον όνομα Πάτερ το άγιον˙ φθάνεις γαρ ταχέως, και τοις στοιχείοις επιτάττεις, αοράτως πραΰναι την έφοδον.

Δανιήλ εξεπλάγη, παραδόξως ορών σε, λαμπρώς ιστάμενον, θυτών αναμέσον, λευκοφόρων σεπτώς λειτουργούντων σοι, όθεν προσεφώνει, συ αληθώς μετά Αγίων, και Αγγέλων συμψάλλεις τω κτίστη σου.
Θεοτόκιον.
Ως προ τόκου Παρθένος, και μετά τόκον πάλιν, Παρθένος διέμεινας, Κεχαριτωμένη˙ δια σου γαρ ο Λόγος ο άναρχος, εισελθών ως οίδε, και εξελθών θεοκυήτορ, παραδόξως αγνήν σε ετήρησεν.

Ωδή ΣΤ’. Την δέησιν εκχεώ προς Κύριον.
Ικέτευε, εκτενώς πανάριστε, προς Θεόν εν πειρασμοίς και κινδύνοις, ότι φρουρόν προσκαλεί σε πατρίς σου, και αλλοφύλοις καυχάσθαι ως εύρηκε, σε πρύτανιν και βοηθόν, και την ήτταν εν πάσι δωρούμενον.

Τον Κτίστην, επί Σταυρού μιμούμενος, υπεδέξω τον συγγόνου φονέα, επιεικώς, τούτον εναποκρύψας, τοις γλυκυτάτοις σου τρόποις αείμνηστε, και δίωξιν την επ’ αυτόν, αντηλλάξω τη δείξει αλλότριον.

Την θείαν, περικυκλούντες λάρνακα, του σου σκήνους Διονύσιε Πάτερ, όλη ψυχή και καρδία βοώμεν, σώσον ημάς, ταις πρεσβείαις σου Άγιε, και λύτρωσαι παντοδαπών, συμφορών τους πιστώς ανυμνούντάς σε.
Θεοτόκιον.
Συμφώνως, οι δια σου σωζόμενοι, θεομήτορ την φωνήν σοι βοώμεν, του Γαβριήλ, χαίρε Δέσποινα κόσμου, χαίρε Αδάμ και της Εύας η λύτρωσις, του Λόγου χαίρε και  Θεού, το ευρύχωρον όντως παλάτιον.
Ναυάγησον των πολεμίων την έφοδον Ιεράρχα, πάντας σκέπων αεί θερμώς, τους εις σε καταφεύγοντας, και φάνηθι δούλοις σου προστασία.

Άχραντε η δια λόγου.

Αίτησις και το Κοντάκιον.
Ήχος Β’. Την εν πρεσβείαις ακοίμητον Θεοτόκον.
Την σην Μητέρα, προσάγομεν εις πρεσβείαν, ως προστασίαν, και κραταίωμα και σκέπην, πάντων και καύχημα και αντίληψιν, αυτής ταις ικεσίαις πάντας ημάς ελέησον, ο μόνος υπάρχων πολυέλεος. 
Προκείμενον Ήχος Δ’.
Οι ιερείς σου, Κύριε, ενδύσονται δικαιοσύνην, και οι Όσιοί σου αγαλιάσονται.
Στίχος. Τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος του Οσίου αυτού.

Ευαγγέλιον. Εκ του κατά Ιωάννην. (Ι’. 1- 9).
Είπεν ο Κύριος προς τους εληλυθότας προς αυτόν Ιουδαίους. Αμήν αμήν λέγω υμίν. ο μη εισερχόμενος δια της θύρας εις την αυλήν των προβάτων, αλλά αναβαίνων αλλαχόθεν, εκείνος κλέπτης εστί και ληστής˙ ο δε εισερχόμενος δια της θύρας ποιμήν εστί των προβάτων. Τούτω ο θυρωρός ανοίγει, και τα πρόβατα της φωνής αυτού ακούει, και τα ίδια πρόβατα καλεί κατ’ όνομα, και εξάγει αυτά. Και όταν τα ίδια πρόβατα  εκβάλη, έμπροσθεν αυτών πορεύεται, και τα πρόβατα αυτώ ακολουθεί, ότι οίδασι την φωνήν αυτού. Αλλοτρίω δε ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ’ αυτού, ότι ούκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν. Ταύτην την παροιμίαν είπεν αυτοίς ο Ιησούς˙ εκείνοι δε ούκ έγνωσαν τίνα ήν α ελάλει αυτοίς. Είπεν ούν πάλιν αυτοίς ο Ιησούς˙ Αμήν αμήν λέγω υμίν, ότι εγώ ειμί η θύρα των προβάτων. Πάντες, όσοι ήλθον προ εμού, κλέπται εισί και λησταί˙ άλλ΄ ούκ ήκουσαν αυτών τα πρόβατα. Εγώ ειμί η θύρα˙ δι’ εμού εάν τις εισέλθη, σωθήσεται, και εισελεύσεται, και εξελεύσεται, και νομήν ευρήσει.

Δόξα. Ταις του Ιεράρχου…

Και νύν. Ταις της Θεοτόκου…

Στίχος. Ελεήμον, ελέησόν με ο Θεός…
και το παρόν Προσόμοιον.
Ήχος Πλ. Β’. Όλην αποθέμενοι.
Δέσποτα φιλάνθρωπε, ο θαυμαστός εν αγίοις, αυτός τα ελέη σου, εν εμοί θαυμάστωσον, ανεξίκακε, και δεινών λύτρωσαι, ως Θεός δώρησαι, και τυχείν με καταξίωσον, της θείας δόξης σου, θείαις της Μητρός σου εντεύξεσιν, ως και απολυτρώσεως, της ατελευτήτου κολάσεως, ταις του Ιεράρχου σεπτού Διονυσίου προσευχαίς, ίνα υμνώ και δοξάζω σε, τον Θεόν και πλάστην μου.
Το, Σώσον ο Θεός τον Λαόν σου κ.τ. λ.

Ωδή Ζ’. Παίδες Εβραίων.
Κόσμου μισήσας τα ηδέα, τα ουράνια επόθησας τρισμάκαρ, και βιώσας εν γη ως άσαρκος τα γέρα, εις ουρανούς απείληφας, παρά του μισθαποδότου.

Πηγή ανεξάντλητος υπάρχει, το πανσέβαστον και άγιόν σου σκήνος˙ αεννάως και γαρ, τοις κάμνουσι παρέχει, ιάματα σωτήρια, Διονύσιε λιταίς σου.

Δέξαι τους ύμνους Ιεράρχα, ούς προσφέρει σοι λαός των Ζακυνθίων, ασιγήτοις φωναίς, και τούτον εκ παντοίων, κινδύνων ελευθέρωσον, τη θερμή σου προστασία.
Θεοτόκιον.
Υμνώ σου τον Τόκον Θεοτόκε, και ον έτεκες ασπόρως και εν χρόνω, ως Θεός αληθώς και άνθρωπον δοξάζω˙ διπλούς γαρ πεφανέρωται, τοις ανθρώποις εν τω κόσμω.

Ωδή Η’. Τον εν όρει αγίω δοξασθέντα.
Ικετεύειν, μη παύση ταις λιταίς σου, των απάντων Κτίστην τροφέα και ποιμένα˙ σε πρέσβυν γαρ καλούμεθα αείποτε, χρείαις τε και νόσοις, ότι σου ακούει, προθύμως εις αιώνας.

Ηνωμένος, τω Κτίστη από βρέφους, διεπράξω έργα ως ουρανοπολίτης, την επί γης ευπάθειαν μισούμενος, δόξαν τε και πλούτον, άνω νύν χορεύεις, συνάμα τοις Αγγέλοις.

Τίς προσήλθε, πιστώς τω σω τεμένει, ένθα βρύει πηγή η των θαυμάτων, και του σου πανσέπτου σκήνους σου αψάμενος, τας αιτήσεις πάσας, και τας ιατρείας, ούκ είληφεν ευθέως;
Θεοτόκιον.
Παραδείσου, ανοίγονται αι πύλαι, και φλογίνη παραχωρεί ρομφαία, και των ανθρώπων γένος διασώζεται, του Θεού και Λόγου, σάρκα ειληφότος, εξ απειράνδρου Κόρης.

Ωδή Θ’. Εξέστη επί τούτω ο ουρανός.
Το άκρον αγαπήσας των εφετών, και δουλεύσας εν βίω Μακάριε, πάσι πιστοίς, ώφθης θαυματόβρυτος ποταμός, και ως αγάπης άγαλμα, άφθαρτος διέμεινας επί γης, της όντως θεαρέστου, διόπερ σε δικαίως, υμνολογούμεν Διονύσιε.

Αι τάξεις των Αγγέλων εξ ουρανού, κατελθούσαι βουλή του ποιήσαντος, σου το σεπτόν, πνεύμα Ιεράρχα περιχαρώς, δεξάμεναι προσέφερον, τούτω ένθα χαίρουσιν αι ψυχαί, απάντων των αγίων, και ψάλλουσι τω Κτίστη, δοξολογίαν την τρισάγιον.

Ψυχήν σου την αγίαν εις ουρανούς, μετά δόξης ο Κτίστης κατέθετο, το δε σεπτόν, σώμά σου και πάντιμον εν τη γη, άφθορον διετήρησεν, όπερ εν τοις κόλποις ως θησαυρόν, η Ζάκυνθος κατέχει, ήν φρούρει σαις πρεσβείαις, ώ Ιεράρχα Διονύσιε.
Θεοτόκιον.
Η μήτρα σου εδείχθη των Ουρανών, πλατυτέρα πανάμωμε Δέσποινα˙ τον γαρ Θεόν, έτεκες ασπόρως υπερφυώς, και δια σου ερρύσθημεν, πάντες της δουλείας του πονηρού, διο Παρθενομήτορ, τους σε υμνολογούντας, ρύσαι εκ κινδύνων ταις πρεσβείαις σου.

Άξιον εστί, και τα παρόντα Μεγαλυνάρια.
Χαίροις ο Ζακύνθου γόνος λαμπρός, πρόεδρος Αιγίνης, και Στροφάδων μέγας φρουρός, χαίροις Εκκλησίας, φωστήρ νέος τρισμάκαρ, Αρχιερέων κλέος, ώ Διονύσιε.

Μένων εν αγάπη, εν τω Θεώ έμεινας θεόφρον, και σον κτείναντος αδελφόν, ενθέως εφείσω, τη προς Θεόν αγάπη. Διο Χριστώ συγχαίρεις, νύν Διονύσιε.

Δέσποτα Χριστέ ο Θεός ημών, οικτείρησον πάντας, και ελέησον σον λαόν, ταις Διονυσίου θερμαίς ικετηρίαις, και σου της θείας δόξης, τυχείν αξίωσον.

Χαίροις σελασφόρε Θείε φωστήρ, ο φωτί σου στίλβων, τον ορίζοντα ευσεβών˙ χαίροις ο σου Σκήνως θαύμασι καταρδεύων, την Εκκλησίαν πάσαν ώ Διονύσιε.

Ιερέων σύλλογος ιερός, και άπαν το πλήθος, Ζακυνθίων περιδεώς, το πάνσεπτον Σκήνος ασπασώμεθα όπως, ταις τούτου ικεσίαις ρυσθώμεν θλίψεων.

Χαίροις ο Ζακύνθου θείος βλαστός, και Μονής Στροφάδων, ο ακοίμητος οφθαλμός, χαίροις της Αιγίνης ο μέγας αντιλήπτωρ αρχιθυτών η δόξα, ώ Διονύσιε.

Δέσποινα Παρθένε Μήτηρ Θεού, συν Διονυσίω, εκδυσώπει τον σον υιόν, ημάς απαλλάξαι, κινδύνων πολυτρόπων, και θλίψεων παντοίων, τους ευφημούντάς σε.

Πάσαι των Αγγέλων αι Στρατιαί…

Το, Τρισάγιον. Και το παρόν Απολυτίκιον.
Ήχος Α’. Του λίθου σφραγισθέντος.
Της Ζακύνθου τον γόνον και Αιγίνης τον Πρόεδρον, τον φρουρόν Μονής των Στροφάδων, Διονύσιε άπαντες, τιμήσωμεν συμφώνως οι πιστοί, βοώντες προς αυτών ειλικρινώς, σαις λιταίς τους την σην μνήμην επιτελούντας, σώζε και βοώντάς σοι˙ Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ˙ δόξα τω σε στεφανώσαντι˙ δόξα τω δωρησαμένω σε ημίν πρέσβυν ακοίμητον.

Είτα η σχετική δέησις και απόλυσις, 
μεθ’ ήν το παρόν Προσόμοιον.
Ήχος Β’. Ότε εκ του ξύλου σε νεκρόν.
Ύμνον παναρμόνιον ιδού, η των σων πιστών συνηγμένη, χορεία ψάλλει σοι˙ μνήμη τη πανσέπτω σου, και τω τεμένει τω σω, ιερώς προστιβάζεται, ψυχή και καρδία, σου το θαυματόβρυτον Σκήνος ασπάσασθαι˙ πάντας αβλαβείς περιφρούρει, θλίψεως παντοίας και βλάβης, Πάτερ Διονύσιε πρεσβείαις σου.